Auric είναι επίθετο.
/aʊˈrɪk/
Η λέξη "auric" σχετίζεται με το χρυσό, προερχόμενη από τη λατινική ρίζα "aurum", που σημαίνει "χρυσός". Στη γλώσσα των Αγγλικών, συχνά χρησιμοποιείται σε επιστημονικές και τεχνικές περιγραφές, όπως στη Χημεία, για να αναφερθεί σε υλικά που περιλαμβάνουν ή σχετίζονται με τον χρυσό, συνήθως με μορφή ενώσεων.
Συχνότητα χρήσης: Η χρήση της λέξης "auric" είναι σχετικά σπάνια και επικεντρώνεται κυρίως σε γραπτές και τεχνικές αναφορές, ειδικά στον τομέα της χημείας και της ιατρικής.
"Η αυρική στρώση της γης αντανακλά όμορφα τις ακτίνες του ήλιου."
"Researchers found auric compounds that have potential medicinal properties."
Η λέξη "auric" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε πιο εξειδικευμένες ή τεχνικές φράσεις.
"Η αυρική φύση της ουσίας είναι κρίσιμη για την αντίδρασή της."
"In art, auric elements attract admiration for their beauty."
Η λέξη "auric" προέρχεται από την λατινική λέξη "aurum", που σημαίνει "χρυσός", και συνάπτεται με ένα πλήθος όρων που περιλαμβάνουν τον χρυσό ή τις ιδιότητές του.
Συνώνυμα: - Golden (χρυσός) - Aureate (χρυσής, του χρυσού)
Αντώνυμα: - Non-auric (μη αυρικός) - Base (χαμηλής αξίας)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια εκτενή και ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "auric", καθώς και τη χρήση της στη γλώσσα των Αγγλικών.