Ο όρος "autarky" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /ɔːˈtɑːr.ki/
Η λέξη "autarky" αναφέρεται σε μια κατάσταση οικονομικής αυτονομίας στην οποία μια χώρα ή μια περιοχή προσπαθεί να είναι αυτοδύναμη και να μην εξαρτάται από εισαγωγές ή εξωτερικές συναλλαγές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα για να περιγράψει χώρες ή οικονομικά συστήματα που επιδιώκουν να παράγουν όλα όσα χρειάζονται στο εσωτερικό τους, ελαχιστοποιώντας τις διεθνείς αλληλεπιδράσεις.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε πολιτικές ή οικονομικές συζητήσεις.
Η κυβέρνηση εξετάζει πολιτικές για την προώθηση της αυταρκίας στην παραγωγή τροφίμων.
Many nations strive for autarky to achieve economic independence.
Πολλές χώρες στοχεύουν στην αυταρκία για να επιτύχουν οικονομική ανεξαρτησία.
The concept of autarky is often discussed in the context of economic sustainability.
Η λέξη "autarky" δεν είναι συνήθως μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά χρησιμοποιείται σε πολιτικά και οικονομικά κείμενα. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε μερικές περιπτώσεις:
Η μετάβαση προς την αυταρκία μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες στις διεθνείς σχέσεις.
Autarky policies can create a barrier to trade that isolates countries economically.
Οι πολιτικές αυταρκίας μπορούν να δημιουργήσουν ένα εμπόδιο στο εμπόριο που απομονώνει τις χώρες οικονομικά.
In times of crisis, many nations revert to autarky to secure their resources.
Σε περιόδους κρίσης, πολλές χώρες επιστρέφουν στην αυταρκία για να εξασφαλίσουν τους πόρους τους.
Advocates of autarky argue that self-sufficiency promotes national security.
Η λέξη "autarky" προέρχεται από την ελληνική λέξη "αὐτάρκεια" (autarkía), που σημαίνει "επαρκής από μόνος του". Το πρόθεμα "auto-" σημαίνει "αυτό" και η ρίζα "arky" προέρχεται από τη λέξη "άρχειν" που σημαίνει "κρατώ".
Συνώνυμα: - Self-sufficiency (αυτονομία) - Economic isolation (οικονομική απομόνωση)
Αντώνυμα: - Dependence (εξάρτηση) - Integration (ενσωμάτωση)