Ο όρος "authenticity" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "authenticity" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /ɔːθɛnˈtɪsɪti/
Ο όρος "authenticity" αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είναι αυθεντικός ή γνήσιος. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που είναι πραγματικό, όχι ψεύτικο ή απομιμητικό. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια αρκετά συχνή εμφάνιση, κυρίως σε πλαίσια που αφορούν τέχνη, κουλτούρα, ιστορία και κοινωνικές επιστήμες.
Η αυθεντικότητα του πίνακα επιβεβαιώθηκε από μια ομάδα ειδικών.
Many people value the authenticity of cultural traditions.
Ακολουθούν κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "authenticity":
Η αυθεντικότητα των ισχυρισμών του αμφισβητείται.
In a world of simulations, the quest for authenticity is paramount.
Σε έναν κόσμο προσομοιώσεων, η αναζήτηση της αυθεντικότητας είναι καθοριστική.
She prides herself on the authenticity of her vintage clothing.
Επιδυάται στην αυθεντικότητα των vintage ρούχων της.
Authenticity is a key factor in building trust.
Η αυθεντικότητα είναι βασικός παράγοντας για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.
The film portrays a deep sense of cultural authenticity.
Η λέξη "authenticity" προέρχεται από τη λατινική λέξη "authenticus", που σημαίνει «αυθεντικός» και χρησιμοποιείται σε σχέση με την ελληνική λέξη "αυθεντικός" (authenticus), η οποία προέρχεται από το ρήμα "αυθεντέω" (authenteo), το οποίο σημαίνει «να έχεις εξουσία» ή «να είναι γνήσιος».
Συνώνυμα: - Genuineness (γνησιότητα) - Validity (ορθότητα) - Legitimacy (νομιμότητα)
Αντώνυμα: - Falseness (ψευτιά) - Counterfeit (απομίμηση) - Inauthenticity (μη αυθεντικότητα)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "authenticity" και της χρήσης της στη γλώσσα των Αγγλικών.