authenticity - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

authenticity (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Ο όρος "authenticity" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική Μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "authenticity" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /ɔːθɛnˈtɪsɪti/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της Λέξης

Ο όρος "authenticity" αναφέρεται στην ποιότητα ή κατάσταση του να είναι αυθεντικός ή γνήσιος. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που είναι πραγματικό, όχι ψεύτικο ή απομιμητικό. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια αρκετά συχνή εμφάνιση, κυρίως σε πλαίσια που αφορούν τέχνη, κουλτούρα, ιστορία και κοινωνικές επιστήμες.

Παρα ejemplo Προτάσεις

  1. The authenticity of the painting was verified by a team of experts.
  2. Η αυθεντικότητα του πίνακα επιβεβαιώθηκε από μια ομάδα ειδικών.

  3. Many people value the authenticity of cultural traditions.

  4. Πολλοί άνθρωποι εκτιμούν την αυθεντικότητα των πολιτιστικών παραδόσεων.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Ακολουθούν κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τον όρο "authenticity":

  1. The authenticity of his claims is questioned.
  2. Η αυθεντικότητα των ισχυρισμών του αμφισβητείται.

  3. In a world of simulations, the quest for authenticity is paramount.

  4. Σε έναν κόσμο προσομοιώσεων, η αναζήτηση της αυθεντικότητας είναι καθοριστική.

  5. She prides herself on the authenticity of her vintage clothing.

  6. Επιδυάται στην αυθεντικότητα των vintage ρούχων της.

  7. Authenticity is a key factor in building trust.

  8. Η αυθεντικότητα είναι βασικός παράγοντας για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.

  9. The film portrays a deep sense of cultural authenticity.

  10. Η ταινία απεικονίζει μια βαθιά αίσθηση πολιτιστικής αυθεντικότητας.

Ετυμολογία

Η λέξη "authenticity" προέρχεται από τη λατινική λέξη "authenticus", που σημαίνει «αυθεντικός» και χρησιμοποιείται σε σχέση με την ελληνική λέξη "αυθεντικός" (authenticus), η οποία προέρχεται από το ρήμα "αυθεντέω" (authenteo), το οποίο σημαίνει «να έχεις εξουσία» ή «να είναι γνήσιος».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Genuineness (γνησιότητα) - Validity (ορθότητα) - Legitimacy (νομιμότητα)

Αντώνυμα: - Falseness (ψευτιά) - Counterfeit (απομίμηση) - Inauthenticity (μη αυθεντικότητα)

Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "authenticity" και της χρήσης της στη γλώσσα των Αγγλικών.



25-07-2024