Ρήμα
/ˈɔːtəˌbɑːnɪŋ/
Αυτοκινητόδρομος (ως ουσιαστικό), αλλά το "autobahning" δεν έχει άμεση ελληνική αντίστοιχη μετάφραση που να περιγράφει τη δράση του να οδηγείς σε αυτοκινητόδρομο όπως το γερμανικό "Autobahn".
Η λέξη "autobahning" αναφέρεται στη δράση της οδήγησης σε γερμανικούς αυτοκινητόδρομους. Οι αυτοκινητόδρομοι ("Autobahnen") είναι γνωστοί για τις υψηλές ταχύτητες που επιτρέπονται και σε πολλές περιοχές δεν υπάρχει περιορισμός ταχύτητας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα όπου συζητούνται οι οδήγες ή οι ιδιαίτερες πτυχές της οδήγησης στην Γερμανία.
Είναι πιο συνηθισμένο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε αναφορές σχετικά με τις μεταφορές, την ταχύτητα και τον ανταγωνισμό στις αυτοκινητοδρομικές υποδομές, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικό λόγο σε ειδικά συμφραζόμενα.
"I spent my vacation autobahning across Germany."
"Πέρασα τις διακοπές μου οδηγώντας στους αυτοκινητοδρόμους της Γερμανίας."
"He loves autobahning because he enjoys the thrill of high speeds."
"Αγαπά να οδηγεί στους αυτοκινητοδρόμους γιατί απολαμβάνει τη συγκίνηση των υψηλών ταχυθεσιών."
"Autobahning can be an exhilarating experience if done safely."
"Η οδήγηση στους αυτοκινητοδρόμους μπορεί να είναι μια συναρπαστική εμπειρία αν γίνει με ασφάλεια."
Η λέξη "autobahning" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετικές εκφράσεις σχετικές με τη γερμανική οδήγηση περιλαμβάνουν:
"Getting on the autobahn."
"Μπαίνω στον αυτοκινητόδρομο."
Αυτή η έκφραση αναφέρεται στην αρχή της οδήγησης σε αυτοκινητόδρομο.
"Speeding on the autobahn is often considered normal."
"Η υπερβολική ταχύτητα στους αυτοκινητόδρομους θεωρείται συχνά φυσιολογική."
Αναφέρεται στην κουλτούρα της ταχύτητας που συνδέεται με τους γερμανικούς αυτοκινητοδρόμους.
"I love the freedom of autobahning."
"Αγαπώ την ελευθερία που προσφέρει η οδήγηση στους αυτοκινητοδρόμους."
Αναφέρεται στην αίσθηση ελευθερίας που προσφέρει η οδήγηση σε αυτούς τους δρόμους.
Ο όρος προέρχεται από τη γερμανική λέξη "Autobahn", που σημαίνει "αυτοκινητόδρομος", και το αγγλικό "-ing", που δείχνει τη διαδικασία της οδήγησης ή της δράσης που σχετίζεται με το συγκεκριμένο δρόμο.
Συνώνυμα: - Οδήγηση (driving) - Ταχυδρομική οδήγηση (fast driving)
Αντώνυμα: - Στασιμότητα (stagnation) - Αργή οδήγηση (slow driving)
Αυτή η απάντηση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "autobahning", της σημασίας και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.