Όρος: Νoun (ουσιαστικό)
IPA: /ɔːtəˈmætɪks/
Η λέξη "automatics" αναφέρεται σε συστήματα ή διαδικασίες που λειτουργούν αυτόματα ή χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη λειτουργία αυτοματοποιημένων συσκευών, διαδικασιών ή μηχανών. Η χρήση της είναι πιο κοινή σε τεχνικά και βιομηχανικά συμφραζόμενα, ενώ μπορεί να εμφανίζεται και στο προφορικό και γραπτό λόγο, αν και η συχνότητά της τείνει να είναι πιο υψηλή στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε τεχνικά εγχειρίδια ή μελέτες.
Οι αυτοματισμοί στο εργοστάσιο βελτιώνουν την αποδοτικότητα.
We need to upgrade the automatics in our system.
Πρέπει να αναβαθμίσουμε τους αυτοματισμούς στο σύστημά μας.
The automatics of this vehicle are advanced.
Η λέξη "automatics" μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις ακόλουθες ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
Στον κόσμο των αυτοματισμών, η καινοτομία είναι το κλειδί.
The automatics make the process seamless and efficient.
Οι αυτοματισμοί καθιστούν τη διαδικασία χωρίς διακοπές και αποδοτική.
Reliability in automatics can save a lot of time.
Η αξιοπιστία στους αυτοματισμούς μπορεί να εξοικονομήσει πολύ χρόνο.
Understanding the fundamentals of automatics is essential for engineers.
Η κατανόηση των θεμελίων του αυτοματισμού είναι βασική για τους μηχανικούς.
Career opportunities in automatics are growing rapidly.
Η λέξη "automatics" προέρχεται από την ελληνική λέξη "αυτόματος", που σημαίνει "αυτομάτως" ή "αυτόματα", και συνδέεται με την έννοια της αυτοματοποίησης. Η προσθήκη της κατάληξης "-ics" υποδεικνύει έναν τομέα μελέτης ή δραστηριότητας.
Συνώνυμα: - Αυτοματισμός - Αυτόματη λειτουργία
Αντώνυμα: - Χειροκίνητος (manual) - Ανθρώπινη παρέμβαση (human intervention)