Ο όρος "autorhythmic action" είναι ουσιαστικό.
/aʊtəˈrɪðmɪk ˈækʃən/
Ο όρος "autorhythmic action" αναφέρεται σε δράσεις ή διαδικασίες που εκτελούνται με έναν αυτόματο ρυθμό, χωρίς την ανάγκη εξωτερικής παρέμβασης. Συχνά χρησιμοποιείται σε τομείς όπως η βιολογία, η βιομηχανία, και η μουσική. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση του είναι πιο κοινή σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, ίσως λιγότερο στον προφορικό λόγο και περισσότερο στο γραπτό.
Η καρδιά επιδεικνύει αυτορυθμική δράση, επιτρέποντάς της να αντλεί αίμα συνεχώς.
Autorhythmic actions in certain cells help maintain body rhythms.
Ο όρος "autorhythmic action" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε πιο επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Ορισμένες φράσεις που δείχνουν την έννοιά του είναι:
Η αυτορυθμική δράση των κυττάρων βηματοδότη είναι κρίσιμη για τη λειτουργία της καρδιάς.
In rhythm studies, understanding autorhythmic actions adds depth to the analysis of musical patterns.
Στις μελέτες ρυθμού, η κατανόηση των αυτορυθμικών δράσεων προσθέτει βάθος στην ανάλυση των μουσικών σχημάτων.
The autorhythmic actions of neurons determine how signals are transmitted in the brain.
Ο όρος "autorhythmic" προέρχεται από την ένωση των ελληνικών λέξεων "αὐτός" (autor, αυτός) και "ρυθμός" (rhythm), υποδηλώνοντας μια αυτορυθμιζόμενη ή αυτόνομη δράση. Ο αιώνας της δημιουργίας χρήσης αυτής της λέξης είναι πιθανόν από τον 20ό αιώνα, με την ανάπτυξη των βιολογικών και ιατρικών επιστημών.
Συνώνυμα: - Αυτορυθμιζόμενη δράση - Αυτόματη δράση
Αντώνυμα: - Εξαρτώμενη δράση - Ρυθμιζόμενη δράση