Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /əˈveɪləbl/
Σημασίες: 1. Ελεύθερος για χρήση, διαθέσιμος 2. Που μπορεί να βρεθεί ή να αγοραστεί 3. Διαθέσιμος χρόνος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί
Συχνότητα χρήσης: Συχνά χρησιμοποιείται τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα.
Χρήση στην αγγλική γλώσσα: - Έχουν διατεθεί διάφορες πηγές στη χθεσινή συνάντηση για να βοηθήσουμε με το έργο. - Τα διαθέσιμα χρήματα για το έργο είναι περιορισμένα.
Ιδιωματικές εκφράσεις: 1. Available at one's fingertips - Εύκολα διαθέσιμος 2. Be available for comment - Είμαι διαθέσιμος για σχόλια
Ετυμολογία: Η λέξη "available" προέρχεται από τα μέσα της δεκαετίας του 15ου αιώνα από το γαλλικό "avail", που σημαίνει να βρίσκεται σε χρήση.
Συνώνυμα: - Accessible - Obtainable - Ready
Αντώνυμα: - Unavailable - Inaccessible - Unobtainable