Το "available" είναι επίθετο, ενώ το "head" είναι ουσιαστικό.
available: Αφορά κάτι που είναι προσβάσιμο ή ελεύθερο προς χρήση για κάποιον. head: Αναφέρεται στον ανώτερο ή κύριο μέρος ενός σώματος, αλλά και σε σημαντικές έννοιες όπως η ηγεσία ή η κορυφή μιας κατάστασης.
Η λέξη "available" χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει τη δυνατότητα πρόσβασης ή χρήσης, ενώ η λέξη "head" μπορεί να refer to κυριολεκτικούς ή μεταφορικούς ηγέτες ή κορυφαίες θέσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η λέξη "available" χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ενώ "head" μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
"Ο διαθέσιμος υπεύθυνος του τμήματος θα διεξάγει τη συνάντηση."
"I need to find an available head for my project."
Η λέξη "head" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
"Σε βάθος πιο από ότι μπορώ να διαχειριστώ."
"Head over heels"
"Κεφάλι με τα πόδια στον αέρα."
"Head start"
"Προβάδισμα."
"Get ahead"
"Προχωρώ μπροστά."
"Put one's head together"
available: - Συνώνυμα: accessible, obtainable, ready - Αντώνυμα: unavailable, inaccessible, occupied
head: - Συνώνυμα: leader, chief, director - Αντώνυμα: follower, subordinate, underling
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον συνδυασμό "available head".