Επίθετο
/əˈvɛn(d)ʒfəl/
Η λέξη "avengeful" περιγράφει ένα άτομο ή μια στάση που επιθυμεί ή έχει την τάση να εκδικηθεί κάποιον ή να αποδώσει δικαιοσύνη για έναν αδίκημα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο και λιγότερο στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή και συνήθως συναντάται σε λογοτεχνικά κείμενα ή σε περιπτώσεις όπου εκφράζεται συναισθηματική ένταση.
His avengeful spirit drove him to seek justice for the wrong done to his family.
(Το εκδικητικό του πνεύμα τον οδήγησε να αναζητήσει δικαιοσύνη για το κακό που έγινε στην οικογένειά του.)
The avengeful tone of her voice made it clear that she wouldn't let it go.
(Ο εκδικητικός τόνος της φωνής της έκανε σαφές ότι δεν θα το άφηνε να περάσει.)
Η λέξη "avengeful" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδέεται με γενικές φράσεις σχετικές με την αποδοχή ή την αναζήτηση εκδίκησης.
Avengeful thoughts clouded his mind after the betrayal.
(Οι εκδικητικές σκέψεις σκέπασαν το μυαλό του μετά την προδοσία.)
In her avengeful quest, she became blind to the consequences of her actions.
(Στην εκδικητική της επιδίωξη, έγινε τυφλή στις συνέπειες των πράξεών της.)
His avengeful nature often brought him into conflict with others.
(Η εκδικητική του φύση συχνά τον έφερνε σε σύγκρουση με άλλους.)
Η λέξη "avengeful" προέρχεται από το ρήμα "avenge," που σημαίνει να αποδίδεις δικαιοσύνη ή να εκδικείσαι, συνδυασμένο με το επίθημα "-ful," που δηλώνει πληρότητα ή χαρακτηριστικό.