Το "average consumption" είναι φράση που περιλαμβάνει ένα επίθετο ("average") και ένα ουσιαστικό ("consumption").
[ˈævərɪdʒ kənˈsʌmpʃən]
Η φράση "average consumption" αναφέρεται στην υπολογισμένη μέση τιμή της κατανάλωσης κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας (π.χ., καύσιμα, ηλεκτρικό ρεύμα) σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή σε σχέση με έναν συγκεκριμένο αριθμό χρηστών. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε οικονομικά όσο και σε οικολογικά πλαίσια. Η χρήση της φράσης είναι συχνά πιο διαδεδομένη στον γραπτό λόγο, όπως σε εκθέσεις ή στατιστικές αναλύσεις.
The average consumption of electricity in our household has increased this year.
Η μέση κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος στο σπίτι μας έχει αυξηθεί φέτος.
To save money, we should analyze our average consumption and find ways to reduce it.
Για να εξοικονομήσουμε χρήματα, θα πρέπει να αναλύσουμε τη μέση κατανάλωση μας και να βρούμε τρόπους να τη μειώσουμε.
The report indicates that the average consumption of fuel has decreased over the past decade.
Η αναφορά δείχνει ότι η μέση κατανάλωση καυσίμου έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία.
Η φράση "average consumption" μπορεί να συναντάται σε ιδιωματικές εκφράσεις και λέξεις, ιδιαίτερα στους τομείς της οικονομίας και του περιβάλλοντος:
"We need to bring down our average consumption of resources to combat climate change."
Χρειαζόμαστε να μειώσουμε τη μέση κατανάλωσή μας σε πόρους για να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή.
"Calculating the average consumption of water is crucial for effective water management."
Ο υπολογισμός της μέσης κατανάλωσης νερού είναι κρίσιμος για την αποτελεσματική διαχείριση του νερού.
"High average consumption rates are alarming and require immediate attention."
Οι υψηλοί ρυθμοί μέσης κατανάλωσης είναι ανησυχητικοί και απαιτούν άμεση προσοχή.
Standard consumption (τυπική κατανάλωση)
Αντώνυμα: