Ο συνδυασμός λέξεων "averaged measure" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈæv.ər.dʒd ˈmɛʒ.ər/
Ο όρος "averaged measure" αναφέρεται σε μια μέτρηση που προκύπτει από τον υπολογισμό ενός μέσου όρου. Στις μαθηματικές ή στατιστικές αναλύσεις, ο "average" περιγράφει τη γενική τάση ή το κεντρικό σημείο μιας ομάδας δεδομένων. Χρησιμοποιείται συχνά στη στατιστική, στις επιστήμες, και σε οικονομικά πλαίσια.
Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, η φράση αυτή συναντάται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ακαδημαϊκές και επαγγελματικές εκθέσεις ή άρθρα.
Η μεσοσταθμική μέτρηση των βαθμών των μαθητών υποδήλωνε συνολική βελτίωση στην απόδοση.
To obtain a more reliable result, we should calculate the averaged measure of all observations.
Για να αποκτήσουμε πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα, θα πρέπει να υπολογίσουμε τη μεσοσταθμική μέτρηση όλων των παρατηρήσεων.
The averaged measure over the past decade shows significant trends in climate change.
Η φράση "averaged measure" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε επιστημονικά και στατιστικά κείμενα μπορεί να συναντήσουμε κάποιες παραλλαγές της.
Η μεσοσταθμική μέτρηση προσφέρει μια πιο καθαρή εικόνα των τάσεων των δεδομένων.
"In research, using an averaged measure can help in reducing outlier effects."
Στην έρευνα, η χρήση μιας μεσοσταθμικής μέτρησης μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των επιπτώσεων των εξαιρετικών τιμών.
"An averaged measure is crucial for making informed decisions based on data."
Η λέξη "average" προέρχεται από την λατινική λέξη "averagium" που σχετίζεται με το να μετακινηθεί (to take or collect) και η λέξη “measure” από τη λατινική “mensura”, που σημαίνει μέτρηση ή μετρητική διαδικασία.
Συνώνυμα: - Mean measure - Mean value - Average value
Αντώνυμα: - Extreme values - Outliers - Significant deviation
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας είναι χρήσιμες!