awanting - Ρήμα (κύρια μορφή: want)
/əˈwɒntɪŋ/
Η λέξη "awanting" είναι μια ημιπαρωχημένη μορφή του ρήματος "want", που σημαίνει "να επιθυμείς" ή "να χρειάζεσαι". Αν και χρησιμοποιείται σπάνια, η μορφή αυτή δηλώνει μια κατάσταση επιθυμίας για κάτι που λείπει ή χρειάζεται. Η χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά είναι πιο συχνή σε λογοτεχνικά έργα ή σε ποιητικά κείμενα, παρά στον καθημερινό προφορικό ή γραπτό λόγο.
"She is awanting for love in her life."
"Αυτή επιθυμεί την αγάπη στη ζωή της."
"They were awanting answers to their questions."
"Αυτοί επιθυμούσαν απαντήσεις στις ερωτήσεις τους."
"In the bleak winter, the villagers were awanting for warmer days."
"Στον σκληρό χειμώνα, οι κάτοικοι του χωριού επιθυμούσαν θερμότερες μέρες."
Η λέξη "awanting" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει την επιθυμία.
"Awanting for something more."
"Επιθυμώντας κάτι περισσότερο."
"She feels awanting of peace."
"Αισθάνεται την ανάγκη για ειρήνη."
"They are awanting of understanding."
"Είναι επιθυμητοί για κατανόηση."
Η λέξη "awanting" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "awan" που σημαίνει "να λείπει" ή "να χρειάζεται". Συνδέεται άμεσα με τη λέξη "want".
Συνώνυμα: - needing (χρειάζεται) - desiring (επιθυμεί)
Αντώνυμα: - having (έχοντας) - possessing (κατέχοντας)