awkward blow: ουσιαστικό
/ˈɔːkwəd bloʊ/
Η έκφραση "awkward blow" αναφέρεται σε ένα χτύπημα που είναι είτε σωματικά είτε κοινωνικά αδέξιο. Στη σωματική της έννοια, μπορεί αφορά σε μια απροσδόκητη ή άσκημη σωματική επαφή. Στον κοινωνικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου κάποια ενέργεια ή σχόλιο προκάλεσε αμηχανία ή άβολο κλίμα.
Συχνότητα χρήσης: Η φράση "awkward blow" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ανάλογα με το πλαίσιο της συνομιλίας.
Έδωσε σε μένα ένα αδέξιο χτύπημα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
Her comment was an awkward blow to the atmosphere of the gathering.
Η φράση "awkward blow" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις, οι οποίες περιγράφουν καταστάσεις που περιλαμβάνουν αμηχανία ή άβολα χτυπήματα, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά.
Αυτό δεν ήταν απλώς ένα αδέξιο χτύπημα; Αλλαγή της διάθεσης εντελώς.
He can never seem to avoid an awkward blow when making jokes.
Ποτέ δεν φαίνεται να μπορεί να αποφύγει ένα άβολο χτύπημα όταν κάνει αστεία.
In negotiations, an awkward blow can derail the entire process.
Σε διαπραγματεύσεις, ένα άβολο χτύπημα μπορεί να εκτροχιάσει ολόκληρη τη διαδικασία.
She delivered an awkward blow with her unexpected criticism.
Έδωσε ένα αδέξιο χτύπημα με την αναπάντεχη κριτική της.
An awkward blow in conversation can leave everyone feeling uneasy.
Η λέξη "awkward" προέρχεται από το μεσαίο Αγγλικό "awkweard" που σημαίνει "αριστερός" ή "κατάλληλος". Η λέξη "blow" προέρχεται από την αρχαία Αγγλική "blāwan", που σημαίνει "να φυσάς" ή "να χτυπάς".
Συνώνυμα: - clumsy hit - uncomfortable strike
Αντώνυμα: - graceful impact - smooth blow