awned wheat grass - Ουσιαστικό (Noun)
/ɔːnd wɪt ɡræs/
Awned wheat grass αναφέρεται σε διάφορους τύπους χορταριών που ανήκουν στην οικογένεια των Ποαί (Poaceae) και διαθέτουν "φτερά" ή προεξοχές (awns) στα σπόρια τους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωργικά ή βοσκοτικά περιβάλλοντα, όπως βοσκοτόπια και αγροτικές εκτάσεις, και μπορεί να είναι χρήσιμο ως ζωοτροφή ή για τους περιορισμούς της εδάφους.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Το φυτό χρησιμοποιείται συχνά σε αγροτικές και ερευνητικές συζητήσεις σχετικά με τη γεωργία και τη βοσκή. Η χρήση του είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, όπως επιστημονικές μελέτες και αγροτικές αναφορές.
Το βρώσιμο σιτάρι με φτερά είναι αγαπητό στους τοπικούς αγρότες για βιώσιμη βοσκή.
We decided to plant awned wheat grass for its drought-resistant properties.
Η φράση "awned wheat grass" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη γεωργία και τη βοσκητική που περιλαμβάνουν την έννοια του χόρτου:
"Θερίστε ό,τι σπείρατε" - Η καλλιέργεια χόρτου σιταριού με φτερά διασφαλίζει πιο υγιή έδαφος.
"Grass isn't always greener on the other side" - Some may think awned wheat grass is better for cattle, but it depends on the type.
"Το χορτάρι δεν είναι πάντα πιο πράσινο από την άλλη πλευρά" - Μερικοί μπορεί να νομίζουν ότι το βρώσιμο σιτάρι με φτερά είναι καλύτερο για τα ζώα, αλλά εξαρτάται από τον τύπο.
"Grow where you are planted" - Adapt your farming to include awned wheat grass for better biodiversity.
Ο όρος "awned" προέρχεται από τη λέξη "awn" που αναφέρεται σε αυτές τις λεπτές προεξοχές ή τρίχες που βρίσκονται στα σπόρια, και "wheat grass" αναφέρεται στο είδος των χόρτων που σχετίζονται με το σιτάρι.
Συνώνυμα: - Fescue - Ryegrass - Timothy
Αντώνυμα: - Non-grass crops (φυτά που δεν είναι χορτάρια) - Bare ground (γυμνό έδαφος)
Αυτή η αναφορά παρέχει μια λεπτομερή κατανόηση του όρου "awned wheat grass" καθώς και τη χρήση του στη γλώσσα.