Ουσιαστικό
/əˈzeɪliə/
Η λέξη "azalea" αναφέρεται σε ένα είδος θάμνου που ανήκει στην οικογένεια Ερείκης (Ericaceae) και είναι γνωστός για τα όμορφα λουλούδια του, τα οποία ανθίζουν την άνοιξη. Οι αζαλέες είναι δημοφιλή φυτά κήπου και μπορούν να βρεθούν σε πολλές ποικιλίες και χρώματα. Χρησιμοποιούνται συχνά στην κηποτεχνία, ενώ οι καλλωπιστικές τους ιδιότητες τις καθιστούν ιδιαίτερα επιθυμητές για τους κήπους και τα πάρκα.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο (π.χ. βιβλία κηπουρικής, άρθρα για φυτά), αλλά και προφορικά στις συνομιλίες για κηποτεχνία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως σε περιβάλλοντα που αφορούν τη φύση ή την κηπουρική.
Η αζαλέα ανθίζει όμορφα την άνοιξη.
I planted several azaleas in my garden.
Φύτεψα πολλές αζαλέες στον κήπο μου.
Azaleas come in a variety of colors.
"Ήταν τόσο φωτεινή όσο μια αζαλέα σε πλήρη άνθιση."
"In the garden of life, be an azalea, not a weed."
"Στον κήπο της ζωής, να είσαι μια αζαλέα και όχι ένα ζιζάνιο."
"Her smile was like an azalea, bringing color to the dull days."
"Το χαμόγελό της ήταν σαν μια αζαλέα, φέρνοντας χρώμα στις βαρετές μέρες."
"Some people bloom like azaleas, standing out in a crowd."
"Ορισμένα άτομα ανθίζουν σαν τις αζαλέες, ξεχωρίζοντας μέσα στον κόσμο."
"Cultivating relationships is like caring for azaleas; it takes time."
Η λέξη "azalea" προέρχεται από το λατινικό "azalea", το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από την Ελληνική λέξη "ἀζαλεία" (azaleia), που σημαίνει «ξερό φυτό» ή «ακαλλιέργητη γη».
Συνώνυμα: - Rhododendron (συγγενής οικογένεια) - Flowering shrub (ανθισμένος θάμνος)
Αντώνυμα: - Weed (ζιζάνιο) - Desert plant (φυτό της ερήμου)
Η "αζαλέα" είναι ένα πολύτιμο και αγαπητό φυτό στον κόσμο της κηποτεχνίας, με πλούσιες ιδιότητες και μία ιστορία που σχετίζεται με τη φυσική ομορφιά.