Azedarac είναι ένα επίθετο που περιγράφει ένα είδος βοτάνου, γνωστό για τη χρήση του στη μαγειρική και την αρωματοθεραπεία.
/ˌæz.əˈdɛr.æk/
Η λέξη "azedarac" αναφέρεται σε ένα φυτό που χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική, καθώς και στην κουζίνα, για την προσθήκη αρώματος και γεύσεων. Χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά σπάνια είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη, γεγονός που την καθιστά λιγότερο διαδεδομένη. Η συχνότητά της είναι κυρίως πιο υψηλή σε εξειδικευμένα κείμενα ή μέσα που ασχολούνται με τη βοτανολογία και την μαγειρική.
Ο σεφ πρόσθεσε azedarac στο πιάτο για να ενισχύσει τη γεύση του.
In traditional medicine, azedarac is often used for its health benefits.
Στην παραδοσιακή ιατρική, το azedarac χρησιμοποιείται συχνά για τα οφέλη του στην υγεία.
Azedarac has a unique aroma that can transform any meal.
Αν και η λέξη "azedarac" δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να αναπτυχθεί μια φανταστική ιδιωματική χρήση για την κατανόηση της εφαρμογής της:
Να προσθέσουμε ποικιλία με azedarac. (Για να κάνουμε τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα)
Finding azedarac in the wild is a rare treat.
Το να βρεις azedarac στην άγρια φύση είναι μια σπάνια απόλαυση. (Για να περιγράψεις κάτι σπάνιο και ευχάριστο)
She always brings azedarac to the dinner parties to impress her friends.
Η λέξη "azedarac" έχει τις ρίζες της στη γλώσσα αραβική, όπου αναφέρεται σε διάφορα είδη βοτάνων. Μεταφέρθηκε στη λατινική και κατά συνέπεια στην αγγλική γλώσσα μέσω της μεσαιωνικής βοτανολογίας.
Συνώνυμα: - βότανο - φυτό
Αντώνυμα: - ανθυγιεινό (στους όρους της γαστρονομίας) - άγευστο (στη γεύση και το άρωμα)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη άποψη της λέξης "azedarac".