Ουσιαστικό
/bæˌsɪlˈiːmiə/
H βακιλαιμία αναφέρεται στην παρουσία βακίλων (μικροβίων) στο αίμα. Είναι μια κατάσταση που μπορεί να προκληθεί από λοιμώξεις και μπορεί να είναι σοβαρή, καθώς οι βακίλοι μπορούν να επηρεάσουν διάφορους ιστούς και όργανα στο σώμα. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και επιστημονικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά χαμηλή, καθώς η επιστημονική γλώσσα δεν έχει ευρεία χρήση στον καθημερινό λόγο.
Ο γιατρός διάγνωσε τον ασθενή με βακιλαιμία μετά από πολλές εξετάσεις.
Bacillemia can lead to serious complications if not treated promptly.
Η βακιλαιμία μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα.
In cases of severe bacillemia, hospitalization may be necessary.
Η λέξη "bacillemia" σπάνια χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις ή καθημερινές φράσεις. Ωστόσο, είναι σημαντική για την επικοινωνία σε ιατρικά και επιστημονικά περιβάλλοντα.
Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό "bacille," που σημαίνει "βακτήριο," και την ελληνική κατάληξη "-emia," που σημαίνει "παρουσία στο αίμα."
Συνώνυμα: - βακτήρια στο αίμα (bacteria in the blood)
Αντώνυμα: - απουσία βακτήριων στο αίμα (absence of bacteria in the blood)
Αυτός ο πίνακας περιλαμβάνει βασικές πληροφορίες και μορφοποιήσεις για τη λέξη "bacillemia."