Η φράση "backfill syringe" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/bækˈfɪl səˈrɪndʒ/
Η φράση "backfill syringe" αναφέρεται σε μια ειδική σύριγγα που χρησιμοποιείται για την αναγόμωση ή την πλήρωση με υγρό ή άλλο υλικό, συνήθως σε ιατρικά ή βιοϊατρικά πλαίσια. Συχνά χρησιμοποιείται για τη χορήγηση φαρμάκων, εμβολίων, ή άλλων υγρών σε σώματα, για παράδειγμα, σε διαδικασίες κατά την εκτέλεση ιατρικών επεμβάσεων. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα και επαγγελματικά έγγραφα, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο από επαγγελματίες υγειονομικής περίθαλψης.
Η νοσοκόμα χρησιμοποίησε μια επιστρωτική σύριγγα για να ενέσει το φάρμακο ακριβώς.
A backfill syringe can help prevent air bubbles in the injection.
Η φράση "backfill syringe" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα πλαίσια για να περιγράψει διαδικασίες ή τεχνικές που σχετίζονται με ιατρικές ή βιομηχανικές εφαρμογές.
Η χρήση μιας επιστρωτικής σύριγγας είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί μια αποστειρωμένη ένεση.
Proper technique with a backfill syringe can make a significant difference in patient outcomes.
Η λέξη "backfill" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "back" σημαίνει "πίσω" και "fill" σημαίνει "γεμίζω", υποδηλώνοντας τη διαδικασία της γέμισης με υλικά. Η λέξη "syringe" προέρχεται από τα Λατινικά "syringa" που σημαίνει "όργανο για να ρίχνεις υγρά".
Συνώνυμα: - Injection syringe - Filling syringe
Αντώνυμα: - Empty syringe - Depletion syringe