Backgammon είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˈbækˌɡæm.ən/
Backgammon μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - Τάβλι
Το backgammon είναι ένα από τα παλαιότερα παιχνίδια που παίζονται με ζάρια και πούλια, όπου οι παίκτες προσπαθούν να μετακινήσουν όλα τα πούλια τους στο "σπίτι" τους και στη συνέχεια να τα αποσύρουν. Χρησιμοποιεί στρατηγική και τύχη, και μπορεί να παιχτεί από δύο παίκτες. Η συχνότητα χρήσης του είναι μεγαλύτερη σε γραπτά κείμενα σχετικά με παιχνίδια ή στρατηγικές, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο μεταξύ ανθρώπων που παίζουν το παιχνίδι ή συζητούν γι' αυτό.
Μου αρέσει να παίζω τάβλι με τους φίλους μου κατά τη διάρκεια των Σαββατοκύριακων.
Backgammon requires both skill and luck to win.
Το τάβλι απαιτεί τόσο δεξιότητα όσο και τύχη για να κερδίσεις.
They spent the evening playing backgammon and drinking tea.
Ενώ δεν υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη "backgammon", μπορεί να συνδυαστεί με εκφράσεις που σχετίζονται με παιχνίδια και στρατηγική:
"Δεν είναι μόνο τύχη, το τάβλι είναι ένα παιχνίδι στρατηγικής."
"They decided to settle their differences over a game of backgammon."
"Αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους με ένα παιχνίδι τάβλι."
"Backgammon teaches you important skills in decision-making."
Η λέξη "backgammon" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "back" που σημαίνει "πίσω" και "gammon", μια παλαιά αγγλική λέξη για "παιχνίδι". Το παιχνίδι έχει ρίζες που χρονολογούνται αρκετούς αιώνες πίσω, με αρχαία παιχνίδια που σχετίζονται με το backgammon να παίζονται σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης.
Συνώνυμα: - Τάβλι (Greek) - Doubling (σχετικό με το backgammon)
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα δεδομένου ότι "backgammon" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο παιχνίδι. Μπορούν να θεωρηθούν παιχνίδια που δεν παίζονται με παρόμοιο τρόπο, όπως π.χ. "κάρτες" ή "σκάκι".