Ρήμα (gerund/participle) - προέρχεται από το ρήμα "back up".
/bækɪŋ ʌp/
Η φράση "backing-up" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας αντιγράφων ασφαλείας δεδομένων, προκειμένου να προστατευτούν από πιθανά σφάλματα ή απώλειες. Στη γλώσσα των υπολογιστών, αναφέρεται στην αποθήκευση δεδομένων σε εναλλακτικά μέσα για να διασφαλιστεί ότι δεν θα χαθούν. Η χρήση της φράσης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε τεχνολογικά και υπολογιστικά συμφραζόμενα.
"I am backing-up my files to an external hard drive."
"Κάνω αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου σε έναν εξωτερικό σκληρό δίσκο."
"Before you update the software, make sure you are backing-up all your data."
"Πριν ενημερώσεις το λογισμικό, βεβαιώσου ότι κάνεις αντίγραφα ασφαλείας όλων των δεδομένων σου."
"He is backing-up his documents to the cloud."
"Αυτός κάνει αντίγραφα ασφαλείας των εγγράφων του στο cloud."
Η φράση "backing-up" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σχετιζόμενες με την υποστήριξη ή την ενίσχυση.
"You should always have a backup plan."
"Πρέπει πάντα να έχεις ένα σχέδιο εναλλακτικής λύσης."
"They were important in backing-up the team's decision."
"Ήταν σημαντικοί στην υποστήριξη της απόφασης της ομάδας."
"Having a backup of your data is crucial."
"Η ύπαρξη ενός αντιγράφου ασφαλείας των δεδομένων σου είναι κρίσιμη."
"He backed-up her argument during the meeting."
"Υποστήριξε το επιχείρημά της κατά τη διάρκεια της συνάντησης."
"In times of crisis, having friends who back you up is essential."
"Σε περιόδους κρίσης, η ύπαρξη φίλων που σε υποστηρίζουν είναι ουσιαστική."
Η φράση προέρχεται από το ρήμα "back up", που σημαίνει "να υποστηρίζεις ή να δημιουργείς αντίγραφα". Ο όρος "back" σημαίνει πίσω και "up" λειτουργεί ως ενισχυτικός παράγοντας, υποδηλώνοντας την υποστήριξη ή τη στήριξη.
Συνώνυμα: - backup (αντίγραφο ασφαλείας) - support (υποστήριξη) - reinforcement (ενίσχυση)
Αντώνυμα: - deleting (διαγραφή) - neglecting (αμέλεια) - abandoning (παράδοση ή εγκατάλειψη)