Η φράση "bad leg" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/bæd lɛɡ/
Η φράση "bad leg" αναφέρεται συνήθως σε ένα πόδι που έχει υποστεί βλάβη, πόνο ή ασθένεια. Στο αγγλικό λεξιλόγιο, ενδέχεται να χρησιμοποιείται για να περιγράψει ποικιλία καταστάσεων, όπως τραυματισμούς, αναπηρίες ή καταστάσεις που περιορίζουν τη λειτουργία του ποδιού. Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στις καθημερινές συνομιλίες (προφορικός λόγος), αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτό κείμενο, κυρίως σε ιατρικά ή κατασκευαστικά συμφραζόμενα.
Έπρεπε να χρησιμοποιεί μπαστούνι λόγω του κακού του ποδιού.
She complained about her bad leg after the hike.
Παραπονέθηκε για το κακό της πόδι μετά την πεζοπορία.
The doctor examined the bad leg and suggested rest.
Η φράση "bad leg" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που συνδέονται με τραυματισμούς ή περιορισμούς:
"Δεν μπορώ να τρέξω μαραθώνιο με κακό πόδι."
"Don’t put too much pressure on your bad leg."
"Μην ασκείς υπερβολική πίεση στο κακό σου πόδι."
"He tripped because he wasn't careful with his bad leg."
"Έπεσε γιατί δεν ήταν προσεκτικός με το κακό του πόδι."
"It's hard to play soccer with a bad leg."
"Είναι δύσκολο να παίξω ποδόσφαιρο με κακό πόδι."
"She needed physical therapy for her bad leg."
"Χρειάστηκε φυσικοθεραπεία για το κακό της πόδι."
"He often adjusts his activities due to his bad leg."
Η λέξη "bad" έχει γερμανικές ρίζες και προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "bædde," που σήμαινε "κακός" ή "άσχημος". Η λέξη "leg" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "leah," που σήμαινε "έκταση" ή "μέλος του σώματος".
Συνώνυμα: - injured leg (τραυματισμένο πόδι) - problematic leg (προβληματικό πόδι)
Αντώνυμα: - healthy leg (υγιές πόδι) - strong leg (ισχυρό πόδι)