Badass είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/ˈbæd.æs/
Η λέξη badass χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι εντυπωσιακά σθεναρός, θαρραλέος ή σεβαστός. Συχνά αναφέρεται σε άτομα με ισχυρή προσωπικότητα και αυτοπεποίθηση, που ξεχωρίζουν για τη δυναμική τους παρουσία. Η χρήση του είναι κοινή και στις δύο μορφές, προφορικό και γραπτό λόγο, αν και πιθανόν να συναντάται πιο συχνά στον προφορικό.
"Αυτός είναι ένας φοβερός μαχητής που ποτέ δεν υποχωρεί μπροστά σε μια πρόκληση."
"Her new book features a badass heroine who saves the day."
"Η νέα της βιβλίο έχει μια σκληρή ηρωίδα που σώνει τη μέρα."
"That motorcycle looks badass!"
Η λέξη badass χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και μπορεί να έχει μια ποικιλία σημασιών όπως αναφέρεται παρακάτω:
"Παίζει κιθάρα σαν ένας καλός τύπος."
"She handles tough situations like a real badass."
"Διαχειρίζεται δύσκολες καταστάσεις σαν πραγματικός σκληρός."
"They are a badass team that always gets the job done."
"Είναι μια φοβερή ομάδα που πάντα ολοκληρώνει τη δουλειά."
"Don't mess with him; he's a badass."
"Μην τον βάζεις με αυτόν; Είναι σκληρός."
"She made a badass decision to change her career."
Η λέξη badass προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "bad" (κακός) και "ass" (ο πισινός που στην αργκό σημαίνει και 'σκληρός') και έχει χρησιμοποιηθεί από τη δεκαετία του 1980 για να περιγράψει άτομα με ισχυρούς και εντυπωσιακούς χαρακτήρες.
Συνώνυμα - Tough - Strong - Fearless
Αντώνυμα - Weak - Timid - Meek