Το "baffle" είναι ρήμα.
/bæfəl/
Η λέξη "baffle" σημαίνει να προκαλεί κάποια μορφή σύγχυσης ή αδυναμίας κατανόησης σε κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και συζητήσεις που αφορούν μηχανική ή επιστημονική καθοδήγηση, αλλά και στην καθημερινή ομιλία. Η χρήση της στην προφορική γλώσσα είναι επίσης συχνή, καθώς εκφράζει καταστάσεις που προξενούν σύγχυση.
Το περίπλοκο παζλ κατάφερε να μπλέξει ακόμη και τους πιο έμπειρους παίκτες.
His strange behavior baffled his friends and left them wondering.
Ο όρος "baffle" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στο Αγγλικά, αλλά η έννοια του μπορεί να ενσωματωθεί σε πολλές προτάσεις που εκφράζουν σύγχυση ή απορία.
Μην αφήσεις τις οδηγίες να σε μπλέκουν; Απλά προχώρησε βήμα βήμα.
The sudden change in plans completely baffled the team.
Η ξαφνική αλλαγή στα σχέδια μπλέκει εντελώς την ομάδα.
I was baffled by the contradictory information I received.
Η λέξη "baffle" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "babel," που σημαίνει "να προκαλεί σύγχυση."