Bafflement είναι ουσιαστικό.
/ˈbæf.əl.mənt/
Bafflement αναφέρεται σε μια κατάσταση έντονης σύγχυσης ή αμηχανίας, όπου κάποιος νιώθει ότι δεν κατανοεί κάτι ή ότι είναι ανίκανος να το εξηγήσει. Χρησιμοποιείται συχνά όταν η κατάσταση είναι απροσδόκητη ή δύσκολη να κατανοηθεί.
Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, το bafflement δεν είναι πολύ συχνό στην καθημερινή ομιλία και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο και πιο επίσημα πλαίσια.
His bafflement was evident when he saw the unexpected results of the experiment.
Η σύγχυσή του ήταν εμφανής όταν είδε τα απροσδόκητα αποτελέσματα του πειράματος.
The bafflement she felt after reading the complex novel was shared by many of her friends.
Η αμηχανία που ένιωσε μετά την ανάγνωση του περίπλοκου μυθιστορήματος μοιράστηκε από πολλούς φίλους της.
The bafflement in the audience was palpable during the confusing lecture.
Η σύγχυση στο κοινό ήταν αισθητή κατά τη διάρκεια της δύσκολης διάλεξης.
Ενώ το "bafflement" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εκφράσεις που σχετίζονται με την κατάσταση της σύγχυσης:
A state of bafflement can often lead to creative thinking.
Ένα κράτος σύγχυσης μπορεί συχνά να οδηγήσει σε δημιουργική σκέψη.
The bafflement of experts during the incident raised several questions.
Η σύγχυση των ειδικών κατά τη διάρκεια του περιστατικού προκάλεσε πολλές ερωτήσεις.
Living in a world full of mysteries can create a sense of constant bafflement.
Η ζωή σε έναν κόσμο γεμάτο μυστήρια μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση συνεχούς αμηχανίας.
He often spoke of the bafflement experienced in moments of profound uncertainty.
Μιλούσε συχνά για τη σύγχυση που βιώνεται σε στιγμές βαθιάς αβεβαιότητας.
The bafflement shown by the children when the magic trick failed was priceless.
Η αμηχανία που έδειξαν τα παιδιά όταν το μαγικό τέχνασμα απέτυχε ήταν ανεκτίμητη.
Η λέξη "bafflement" προέρχεται από το ρήμα "baffle," που σημαίνει να προκαλεί σύγχυση ή να δυσκολεύει την κατανόηση. Το "baffle" έχει πιθανές ρίζες στο παλαιότερο γαλλικό "bafer," που σημαίνει να χαλάσει ή να μπλέξει.
Συνώνυμα: confusion, perplexity, bewilderment
Αντώνυμα: clarity, understanding, enlightenment