Το "bag-muff" είναι ένα ουσιαστικό.
/bæɡ mʌf/
Το "bag-muff" αναφέρεται σε ένα είδος αξεσουάρ που χρησιμοποιείται συνήθως για να διατηρεί τα χέρια ζεστά, ειδικά σε κρύες συνθήκες. Συνήθως έχει την μορφή μιας τσάντας ή καλύμματος που οι άνθρωποι βάζουν τα χέρια τους μέσα για θέρμανση. Αν και δεν είναι πολύ κοινό στη σύγχρονη χρήση, μπορεί να συναντηθεί σε λιγότερο σύγχρονες συζητήσεις ή σε περιγραφές εφαρμογών που σχετίζονται με μόδα.
Η συχνότητα χρήσης του όρου είναι σχετικά χαμηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, παρά στον προφορικό λόγο.
I bought a beautiful bag-muff to keep my hands warm during winter.
(Αγόρασα μια όμορφη τσάντα-μουφί για να κρατάω τα χέρια μου ζεστά το χειμώνα.)
The bag-muff is a stylish accessory that combines fashion with functionality.
(Η τσάντα-μουφί είναι ένα στυλάτο αξεσουάρ που συνδυάζει τη μόδα με τη λειτουργικότητα.)
She reached into her bag-muff to retrieve her phone.
(Άπλωσε το χέρι της στην τσάντα-μουφί για να πάρει το τηλέφωνό της.)
Το "bag-muff" δεν είναι πολύ διαδεδομένο ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, σχετικές λέξεις μπορεί να χρησιμοποιούνται σε εκφράσεις που περιγράφουν την προστασία και τη ζεστασιά.
"Keep your hands toasty with a bag-muff while strolling outside."
(Κράτησε τα χέρια σου ζεστά με μια τσάντα-μουφί ενώ περπατάς έξω.)
"Don't forget your bag-muff on those chilly mornings."
(Μην ξεχάσεις την τσάντα-μουφί σου σε αυτές τις κρύες πρωινές ώρες.)
"The vintage bag-muff is making a comeback in this winter's fashion."
(Η vintage τσάντα-μουφί κάνει comeback στη μόδα αυτού του χειμώνα.)
Η λέξη "bag" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "bagge", που σημαίνει "τσάντα", ενώ η λέξη "muff" προέρχεται από το γαλλικό "moufle", που αναφέρεται σε ένα αξεσουάρ για τη θέρμανση των χεριών.
Συνώνυμα: - hand warmer - muff
Αντώνυμα: - cooling device - ventilated accessory
Το "bag-muff" δεν έχει άμεσες αντωνυμίες καθώς είναι ένα συγκεκριμένο είδος αξεσουάρ.