Η φράση "balanced polymorphism" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/bæləns ˌpɒlɪˈmɔːfɪzəm/
Ο "balanced polymorphism" αναφέρεται σε μια κατάσταση στη βιολογία όπου δύο ή περισσότερες μορφές ενός γονιδίου, ή αλλήλως αλληλόμορφα, παραμένουν σε ισορροπημένη κατάσταση στον πληθυσμό, παρέχοντας πλεονέκτημα σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Αυτή η θεωρία βοηθά στην κατανόηση της διαφοροποιήσεις του πληθυσμού και της εξελικτικής διαδικασίας.
Ο όρος "balanced polymorphism" χρησιμοποιείται κυρίως στη βιολογία και στην οικολογία και εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτές μελέτες παρά στον προφορικό λόγο.
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά κείμενα, ερευνητικές εργασίες ή βιολογικές αναλύσεις.
Ο ισορροπημένος πολυμορφισμός παίζει καίριο ρόλο στη διατήρηση της γενετικής ποικιλίας.
In certain species, balanced polymorphism can help populations adapt to changing environments.
Σε ορισμένα είδη, ο ισορροπημένος πολυμορφισμός μπορεί να βοηθήσει τους πληθυσμούς να προσαρμοστούν σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα.
Understanding balanced polymorphism is essential for studying evolutionary processes.
Η φράση "balanced polymorphism" δεν είναι συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν γενικευμένες εκφράσεις στη βιολογία που την περιλαμβάνουν:
Στη εξελικτική βιολογία, η έννοια του ισορροπημένου πολυμορφισμού είναι θεμελιώδης.
Researchers often study balanced polymorphism to understand adaptation mechanisms.
Οι ερευνητές συχνά μελετούν τον ισορροπημένο πολυμορφισμό για να κατανοήσουν τους μηχανισμούς προσαρμογής.
Some diseases demonstrate the effects of balanced polymorphism in human populations.
Η λέξη "balanced" προέρχεται από το αγγλικό "balance", που σημαίνει ισορροπία, ενώ η λέξη "polymorphism" προέρχεται από τα ελληνικά "πολύς" (πολλές) και "μορφή" (μορφές), αναφερόμενη στην ύπαρξη ποικιλίας μορφών.
Συνώνυμα: - Genetic polymorphism - Allelic variation
Αντώνυμα: - Monomorphism - Genetic uniformity