Balcony door: Ουσιαστικό (Noun phrase)
/ˈbælkəni dɔːr/
Ο όρος balcony door αναφέρεται σε μια πόρτα που οδηγεί από ένα εσωτερικό χώρο προς ένα μπαλκόνι. Συνήθως είναι κατασκευασμένη από γυαλί για να επιτρέπει στο φως να εισέρχεται στον χώρο, ενώ παρέχει πρόσβαση στον εξωτερικό χώρο. Η χρήση των balcony doors είναι συχνή σε διαμερίσματα ή σπίτια με μπαλκόνια.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να συναντάται συχνότερα σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε κατασκευές ή αρχιτεκτονική.
Η μπαλκονόπορτα χρειάζεται επισκευή γιατί δεν κλείνει σωστά.
She opened the balcony door to let in the fresh air.
Άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να μπει ο φρέσκος αέρας.
They painted the balcony door a bright blue color.
Ο όρος balcony door δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που θα μπορούσαν να συνδεθούν με το περιβάλλον ή τη λειτουργία των μπαλκονόπορτων.
Βγήκε έξω από την μπαλκονόπορτα για να απολαύσει τη θέα.
"Closing the balcony door helped reduce the noise from the street."
Κλείνοντας την μπαλκονόπορτα βοήθησε να μειωθεί ο θόρυβος από το δρόμο.
"The balcony door offered a perfect escape from the hot sun."
Η λέξη balcony προήλθε από το ιταλικό balcone, που σημαίνει "μεγάλο παράθυρο" ή "μπαλκόνι", και η λέξη door προέρχεται από τη γερμανική ρίζα dūra, που σημαίνει "άνοιγμα" ή "πέρασμα".
Συνώνυμα: - Μπαλκονόπορτα (στα ελληνικά) - Γυάλινη πόρτα (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Τοίχος - Κλειστή πόρτα
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον όρο balcony door.