Balk: Ρήμα
/bɔːk/
Η λέξη "balk" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στο να σταματάς ή να διστάζεις να κάνεις κάτι, ιδιαίτερα όταν αυτό περιλαμβάνει ένα σημαντικό βήμα ή απόφαση. Είναι συχνά συνδεδεμένη με την αντίσταση ή την αποφυγή δράσης.
Η λέξη "balk" χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια (προφορικό και γραπτό), αν και μπορεί να συναντάται περισσότερο σε ειδικά ή πιο επίσημα κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια.
She decided to balk at the idea of moving to another country.
(Αποφάσισε να αρνηθεί την ιδέα της μετακόμισης σε άλλη χώρα.)
The horse balked when it saw the high jump.
(Το άλογο διστάζει όταν είδε το ψηλό άλμα.)
He did not balk at taking on the extra responsibilities.
(Δεν αρνήθηκε να αναλάβει τις επιπλέον ευθύνες.)
Η λέξη "balk" δεν είναι από τις πιο συχνές σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές εκφράσεις που συνεπάγονται άρνηση ή δισταγμό:
To balk at the idea
She balked at the idea of working overtime.
(Αυτή διστάζει στην ιδέα να δουλέψει υπερωρίες.)
Balk at a challenge
He never balks at a challenge, always eager to take risks.
(Ποτέ δεν διστάζει μπροστά σε μια πρόκληση, πάντα πρόθυμος να αναλάβει ρίσκα.)
Balk when it matters
Some people balk when it matters the most, missing their chances.
(Κάποιοι διστάζουν όταν έχει σημασία περισσότερο, χάνοντας τις ευκαιρίες τους.)
Η λέξη "balk" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "balcan", που σημαίνει να αρνείται ή να αποτρέπει. Συνδέεται επίσης με το παλαιότερο γερμανικό "balcken", που έχει παρόμοια σημασία.
Flinch
Αντώνυμα: