Banded είναι ένα επίθετο.
[bændɪd]
Η λέξη "banded" αναφέρεται σε κάτι που έχει ή έχει αποκτήσει ταινίες ή λωρίδες, είτε φυσικές είτε διακοσμητικές. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα που έχουν διακριτά χρωματικά σχέδια ή υφές. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνότερη σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε περιγραφές προϊόντων, αυτοκινήτων ή φυσικών φαινομένων.
The banded snake slithered across the path.
Ο ταινιωτός φίδι σέρνεται διασχίζοντας το μονοπάτι.
She wore a banded dress that caught everyone's attention.
Φ wore a dress με λωρίδες που τράβηξε την προσοχή όλων.
The banded rocks showed different layers of sediment.
Οι ριγωτοί βράχοι έδειχναν διαφορετικά στρώματα ιζημάτων.
Η λέξη "banded" μπορεί να μην έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει η χρήση της σε πιο περιγραφικές φράσεις.
Banded together to achieve common goals.
Ενώθηκαν (είχαν ενωθεί) για να επιτύχουν κοινούς στόχους.
She has a banded collection of art pieces.
Έχει μια συλλογή από έργα τέχνης με λωρίδες.
The animals banded for protection during the storm.
Τα ζώα ενώθηκαν για προστασία κατά τη διάρκεια της καταιγίδας.
Η λέξη "banded" προέρχεται από τη λέξη "band", που σημαίνει ταινία ή λωρίδα και έχει ρίζες στη μεσαιωνική Αγγλική. Η κατάληξη "-ed" υποδηλώνει ότι η δράση έχει ολοκληρωθεί ή ότι κάτι έχει την ιδιότητα αυτή.
Συνώνυμα: - striped (ριγωτός) - streaked (γραμμωτός)
Αντώνυμα: - solid (στέρεος) - plain (απλός)