Η φράση "bank of ore" συνδυάζει ουσιαστικά.
/bæŋk ʌv ɔr/
Η φράση "bank of ore" αναφέρεται συνήθως σε μια φυσική αποθήκη ή συγκέντρωση μεταλλεύματος, που μπορεί να εμπεριέχει πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό, ασήμι, σίδηρο ή άλλα ορυκτά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωλογία και εξόρυξη, και είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο, συγκριτικά με τον γραπτό.
Η εταιρεία εξόρυξης ανακάλυψε μια μεγάλη τράπεζα μεταλλεύματος στα βουνά.
Investors are keen to purchase land that has a proven bank of ore.
Η φράση "bank of ore" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω ακολουθούν παραδείγματα που συνδέονται με τη μεταλλευτική βιομηχανία:
Να χτυπήσεις μια τράπεζα μεταλλεύματος σημαίνει να ανακαλύψεις μια σημαντική ποσότητα κοιτασμάτων.
To mine a bank of ore refers to the process of extracting minerals from a significant deposit.
Η λέξη "bank" προέρχεται από τη γερμανική "bank", που σημαίνει "παγκάκι" ή "συγκέντρωση", ενώ "ore" προέρχεται από την παλαιοαγγλική λέξη "ora", που σημαίνει "μέταλλο".
Mineral reserve (ορυκτό απόθεμα)
Αντώνυμα: