bankrupt - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bankrupt (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα / Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˈbæŋkrəpt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "bankrupt" αναφέρεται σε μια νομική κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή μια εταιρεία δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη τους. Χρησιμοποιείται ευρέως στην αγγλική γλώσσα για να δηλώσει την οικονομική αδυναμία.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με κάπως μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε οικονομικά και νομικά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The company went bankrupt after years of poor sales.
    Η εταιρεία χρεοκόπησε μετά από χρόνια κακών πωλήσεων.

  2. He declared himself bankrupt to avoid further debts.
    Δήλωσε χρεοκοπία για να αποφύγει περαιτέρω χρέη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "bankrupt" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την οικονομική κατάσταση και τον οικονομικό σχεδιασμό.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. Born bankrupt – This phrase refers to individuals who are financially struggling from a young age.
    Γεννημένος χρεοκοπημένος – Αυτή η φράση αναφέρεται σε άτομα που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες από νεαρή ηλικία.

  2. Go bankrupt – To declare that one cannot meet financial obligations.
    Χρεοκοπώ – Δηλώνω ότι δεν μπορώ να εκπληρώσω οικονομικές υποχρεώσεις.

  3. Bankrupt of ideas – Lacking creativity or ingenuity.
    Χρεοκοπημένος από ιδέες – Έλλειψη δημιουργικότητας ή ικανότητας.

  4. Financially bankrupt – In a state of financial ruin or inability to pay debts.
    Οικονομικά χρεοκοπημένος – Σε κατάσταση οικονομικής καταστροφής ή αδυναμίας πληρωμής χρεών.

  5. Emotionally bankrupt – Lacking emotional resources or connections.
    Συναισθηματικά χρεοκοπημένος – Έλλειψη συναισθηματικών πόρων ή συνδέσεων.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "bankrupt" προέρχεται από τα ιταλικά "bancarotta", που σημαίνει "κατεστραμμένη τράπεζα", αποτελούμενο από το "banca" (τράπεζα) και "rotta" (καταστραμμένη).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



25-07-2024