Φράση (idiomatic expression)
/bæŋkrʌpt ɪn əˈbɪləti/
Η φράση "bankrupt in ability" αναφέρεται στο να είσαι ανίκανος ή αδύναμος σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα ή να μην έχεις τις απαραίτητες ικανότητες για να επιτύχεις σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες ή γνώσεις.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, και συναντάται κυρίως σε κείμενα που αφορούν την αυτο-βοήθεια, την ψυχολογία ή την εκπαίδευση.
Αισθανόταν ανίκανος να ολοκληρώσει το έργο στην ώρα του.
The manager deemed her bankrupt in ability, leading to her dismissal.
Ο διευθυντής την θεώρησε ανίκανη, που οδήγησε στην απόλυσή της.
In this competitive environment, being bankrupt in ability can be a serious disadvantage.
Η φράση "bankrupt in ability" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλακεί σε παρόμοιες εκφράσεις που σχετίζονται με την έλλειψη ικανοτήτων.
Όταν πρόκειται για την εύρεση νέων λύσεων, συχνά αισθάνομαι ανίκανος στη δημιουργικότητα.
Bankrupt in skill: After years without practice, he found himself bankrupt in skill for playing the guitar.
Μετά από χρόνια χωρίς εξάσκηση, βρέθηκε ανίκανος να παίξει κιθάρα.
Bankrupt in knowledge: The recent developments in technology have left her bankrupt in knowledge.
Η λέξη "bankrupt" προέρχεται από το ιταλικό "banca rotta," που σημαίνει "σπασμένος πάγκος", αναφερόμενη στην αρχαία πρακτική των τραπεζών που έσπαζαν τον πάγκο τους ως ένδειξη πτώχευσης. Η λέξη "ability" προέρχεται από το λατινικό "habilitas," που σημαίνει "ικανότητα."
Συνώνυμα: - incompetent - incapable - unskilled
Αντώνυμα: - competent - capable - skilled