Το "bar-fly" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈbɑːr ˌflaɪ/
Ο όρος "bar-fly" αναφέρεται σε ένα άτομο που περνά πολύ χρόνο σε μπαρ και συχνά συμπεριφέρεται με αταξία ή αμέλεια σχετικά με κοινωνικές δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις. Συχνά σχετίζεται με κοινούς επισκέπτες μπαρ ή ανθρώπους που απολαμβάνουν να πίνουν και να κοινωνικοποιούνται σε αυτούς τους χώρους.
Χρήση στη γλώσσα: Το "bar-fly" χρησιμοποιείται κυρίως σε προφορικούς και άτυπους γραπτούς λόγους και είναι πιο συνηθισμένο σε συνομιλίες σχετικά με τη νυχτερινή ζωή και την κοινωνική σκηνή.
Είναι τόσο bar-fly, πάντα μπορείς να τον βρεις στο τοπικό παμπ.
After work, she turns into a bar-fly and enjoys chatting with strangers.
Μετά τη δουλειά, μετατρέπεται σε bar-fly και απολαμβάνει να συνομιλεί με άγνωστους.
Being a bar-fly isn’t always glamorous; sometimes it leads to trouble.
Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιέχουν τη λέξη "bar-fly", αλλά μπορεί να συναντήσεις εκφράσεις που ενδέχεται να αναφέρονται σε άτομα που περνούν χρόνο σε μπαρ, όπως "bar-hopping" (περπάτημα από μπαρ σε μπαρ).
Πέρασε τη νύχτα πηγαίνοντας από μπαρ σε μπαρ με τους φίλους του.
Don't become a bar-hopper; it’s not a sustainable lifestyle.
Μην γίνεις bar-hopper; δεν είναι ένας βιώσιμος τρόπος ζωής.
The city's nightlife is a paradise for bar-fly enthusiasts.
Ο όρος "bar-fly" αποτελείται από την αγγλική λέξη "bar", που υποδηλώνει το μέρος όπου πωλούνται αλκοολούχα ποτά, και "fly", που στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει ένα άτομο που «πετά» γύρω από τα μπαρ.