Η φράση "bare possibility" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈbɛər pəˈzɪbɪlɪti/
Η φράση "bare possibility" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η πιθανότητα είναι πολύ χαμηλή ή σχεδόν απίθανη, αλλά παρόλα αυτά υφίσταται. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει ότι υπάρχει κάποια μορφή πιθανότητας, αν και σχεδόν ελάχιστη.
Η χρήση του "bare possibility" είναι πιο κοινή στον γραπτό λόγο, καθώς χρησιμοποιείται συχνά σε θεωρητικά ή ακαδημαϊκά κείμενα για να δηλώσει μια υποθετική κατάσταση.
Η γυμνή πιθανότητα της επιτυχίας κινητοποίησε την ομάδα να συνεχίσει να προσπαθεί.
There was a bare possibility that we could finish the project on time.
Υπήρχε μια ελάχιστη πιθανότητα να ολοκληρώσουμε το έργο εγκαίρως.
Even with the bare possibility of rain, we decided to go hiking.
Η φράση "bare possibility" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με τη χρήση του όρου "bare minimum," ο οποίος σημαίνει το ελάχιστο που απαιτείται. Ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που προκύπτουν με τη λέξη "bare" περιλαμβάνουν:
Το ελάχιστο που απαιτείται για να περάσεις την εξέταση είναι η ελάχιστη προσπάθεια.
We reached the bare essentials before leaving for the trip.
Φτάσαμε στα απολύτως απαραίτητα πριν φύγουμε για το ταξίδι.
She gave me the bare facts of the situation.
Η λέξη "bare" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bær," που σημαίνει "γυμνός" ή "αποκαλύπτω." Η λέξη "possibility" προέρχεται από το λατινικό "possibilitas," που σημαίνει "ικανότητα" ή "πιθανότητα."
Συνώνυμα: - slim chance - faint possibility - slight possibility
Αντώνυμα: - certainty - inevitability - strong likelihood