bare-headed - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

bare-headed (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

bare-headed είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

/bɛər ˈhɛdɪd/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη bare-headed αναφέρεται σε κάποιον που δεν φορά καπέλο ή άλλο κάλυμμα κεφαλής. Είναι λιγότερο κοινή στην καθημερινή ομιλία και περισσότερο στη γραπτή γλώσσα. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση ή τη θέση κάποιου, αναφορικά με το πώς οι καιρικές συνθήκες ή οι πολιτισμικές πρακτικές επηρεάζουν την εμφάνιση ή την άνεση.

Παραδείγματα

  1. He walked around bare-headed despite the cold wind.
    (Περπατούσε γυμνοκέφαλος παρά τον κρύο άνεμο.)

  2. In the ceremony, everyone was bare-headed as a sign of respect.
    (Στην τελετή, όλοι ήταν γυμνοκέφαλοι ως ένδειξη σεβασμού.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη bare-headed δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιγραφή καταστάσεων ή συναισθημάτων που σχετίζονται με την ανοιχτότητα και την ειλικρίνεια.

Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων

  1. He faced his fears bare-headed, without any protection.
    (Αντιμετώπισε τους φόβους του γυμνοκέφαλος, χωρίς καμία προστασία.)

  2. To go bare-headed into the storm showed his determination.
    (Το να μπει γυμνοκέφαλος στη θύελλα έδειξε την αποφασιστικότητά του.)

  3. Going bare-headed is his way of embracing nature.
    (Το να είναι γυμνοκέφαλος είναι ο τρόπος του να αγκαλιάζει τη φύση.)

Ετυμολογία

Η λέξη bare προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bær," που σημαίνει "γυμνός", ενώ το headed προέρχεται από τη λέξη "head," αναφερόμενη στο κεφάλι. Συνεπώς, bare-headed σημαίνει κυριολεκτικά "χωρίς καλύμματα στο κεφάλι."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



25-07-2024