bare-headed
είναι επίθετο.
/bɛər ˈhɛdɪd/
Η λέξη bare-headed
αναφέρεται σε κάποιον που δεν φορά καπέλο ή άλλο κάλυμμα κεφαλής. Είναι λιγότερο κοινή στην καθημερινή ομιλία και περισσότερο στη γραπτή γλώσσα. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση ή τη θέση κάποιου, αναφορικά με το πώς οι καιρικές συνθήκες ή οι πολιτισμικές πρακτικές επηρεάζουν την εμφάνιση ή την άνεση.
He walked around bare-headed despite the cold wind.
(Περπατούσε γυμνοκέφαλος παρά τον κρύο άνεμο.)
In the ceremony, everyone was bare-headed as a sign of respect.
(Στην τελετή, όλοι ήταν γυμνοκέφαλοι ως ένδειξη σεβασμού.)
Η λέξη bare-headed
δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε περιγραφή καταστάσεων ή συναισθημάτων που σχετίζονται με την ανοιχτότητα και την ειλικρίνεια.
He faced his fears bare-headed, without any protection.
(Αντιμετώπισε τους φόβους του γυμνοκέφαλος, χωρίς καμία προστασία.)
To go bare-headed into the storm showed his determination.
(Το να μπει γυμνοκέφαλος στη θύελλα έδειξε την αποφασιστικότητά του.)
Going bare-headed is his way of embracing nature.
(Το να είναι γυμνοκέφαλος είναι ο τρόπος του να αγκαλιάζει τη φύση.)
Η λέξη bare
προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "bær," που σημαίνει "γυμνός", ενώ το headed
προέρχεται από τη λέξη "head," αναφερόμενη στο κεφάλι. Συνεπώς, bare-headed
σημαίνει κυριολεκτικά "χωρίς καλύμματα στο κεφάλι."