Επίθετο
/bɛərˈfeɪst/
Η λέξη "barefaced" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι εντελώς αποκαλυπτικός ή χωρίς ντροπή. Συχνά σημαίνει ότι ένα άτομο είναι θρασύς ή προκλητικός και δεν δείχνει καμία ένδειξη ντροπής ή αμηχανίας. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.
Είπε ένα θρασύ ψέμα για το πού βρισκόταν χθες το βράδυ.
Her barefaced audacity shocked everyone in the room.
Η θρασύτατη τόλμη της σκόρπισε σοκ σε όλους στο δωμάτιο.
The politician's barefaced disregard for the truth angered many voters.
His barefaced cheek in asking for a raise after being late was unbelievable.
barefaced liar: Ένας άνθρωπος που λέει ψέματα απροκάλυπτα χωρίς κανένα ίχνος ντροπής.
She is known in the community as a barefaced liar.
barefaced arrogance: Μια ακραία μορφή αλαζονείας που δεν κρύβεται.
Η λέξη "barefaced" προέρχεται από την ένωση των λέξεων "bare" (γυμνός) και "faced" (πρόσωπο). Η χρήση της παραπέμπει σε κάποιον που δείχνει το πρόσωπό του χωρίς καλύμματα ή κρυφές προθέσεις, δηλώνοντας ότι είναι αναιδής ή θρασύς.