barefaced - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

barefaced (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική Μεταγραφή

/bɛərˈfeɪst/

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "barefaced" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι εντελώς αποκαλυπτικός ή χωρίς ντροπή. Συχνά σημαίνει ότι ένα άτομο είναι θρασύς ή προκλητικός και δεν δείχνει καμία ένδειξη ντροπής ή αμηχανίας. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. He made a barefaced lie about his whereabouts last night.
  2. Είπε ένα θρασύ ψέμα για το πού βρισκόταν χθες το βράδυ.

  3. Her barefaced audacity shocked everyone in the room.

  4. Η θρασύτατη τόλμη της σκόρπισε σοκ σε όλους στο δωμάτιο.

  5. The politician's barefaced disregard for the truth angered many voters.

  6. Η θρασύτατη αγνοία του πολιτικού για την αλήθεια εκνεύρισε πολλούς ψηφοφόρους.

Ιδιωματικές Εκφράσεις με την Λέξη "barefaced"

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "barefaced" προέρχεται από την ένωση των λέξεων "bare" (γυμνός) και "faced" (πρόσωπο). Η χρήση της παραπέμπει σε κάποιον που δείχνει το πρόσωπό του χωρίς καλύμματα ή κρυφές προθέσεις, δηλώνοντας ότι είναι αναιδής ή θρασύς.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



25-07-2024