Το "bark out" είναι ρήμα.
/bɑrk aʊt/
Η έκφραση "bark out" σημαίνει να πεις κάτι με έντονο ή επιτακτικό τρόπο, συνήθως με φωνή που μοιάζει με γαβγισμό ή με μια φωνή που είναι δυνατή και αυστηρή. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια δυνατή ή απότομη εντολή ή να σφραγίσει μια δήλωση εικόνας μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς που θυμίζει τον ήχο που κάνει ένα σκυλί όταν γαβγίζει.
Η φράση "bark out" χρησιμοποιείται πιο συχνά σε προφορικό λόγο και σπάνια σε γραπτό πλαίσιο, συνήθως σε καταστάσεις καταπίεσης ή έντασης. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως στην καθημερινή ομιλία.
"Αυτός γάβγιζε εντολές στην ομάδα κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού."
"She barked out her frustrations at the meeting."
"Αυτή φώναξε τις απογοητεύσεις της στη συνάντηση."
"The teacher barked out the rules before the class started."
"Φώναξε την αλήθεια." (Να πεις την αλήθεια με έντονο ή αποφασιστικό τρόπο.)
"Bark out a warning."
"Φώναξε μια προειδοποίηση." (Να ενημερώσεις κάποιον με επιτακτικό αλλά ξεκάθαρο τρόπο.)
"He tends to bark out during stressful situations."
"Τείνει να φωνάζει σε αγχωτικές καταστάσεις." (Δηλώνει την αντίδραση του να φωνάζει όταν είναι κάτω από πίεση.)
"She will bark out her opinion, regardless of others."
Η λέξη "bark" προέρχεται από την αρχαία αγγλική γλώσσα "beorcan" που σημαίνει να γαβγίζει, ενώ η προσθήκη του "out" υποδεικνύει την κατεύθυνση ή το αποτέλεσμα της φωνής που εκτελείται με ένταση ή επισημότητα.