"Barley pickle" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/bɑrli ˈpɪkəl/
Ο όρος "barley pickle" αναφέρεται γενικά σε ένα πικάντικο ή ξινό τουρσί που παρασκευάζεται με κριθάρι. Χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή πιάτων και συχνά μπορεί να αναφέρεται σε κάποια συντηρημένα τρόφιμα που περιλαμβάνουν κριθάρι. Η χρήση του είναι συχνή στη γαστρονομία, κυρίως σε πολιτισμούς που χρησιμοποιούν το κριθάρι στην κουζίνα τους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί λίγο περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε συνταγές ή γαστρονομικά άρθρα.
Απολαμβάνω να φτιάχνω τουρσί κριθαριού στο σπίτι για τα οικογενειακά μας δείπνα.
Barley pickle adds a unique flavor to the salad.
Το τουρσί κριθαριού προσθέτει μια μοναδική γεύση στη σαλάτα.
She bought a jar of barley pickle from the local market.
Ο όρος "barley" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως η έννοια της προσθήκης γεύσης ή συντήρησης έχει κάποιες σχετικές φράσεις στην αγγλική γλώσσα.
Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε ένα γλυκό και ξινό τουρσί που συνοδεύει συνήθως σάντουιτς, παρόμοιο με την προσθήκη τουρσί κριθαριού σε πιάτα με ψωμί.
"Pickle it to preserve it"
Αυτή η φράση ισχύει για την ιδέα της χρησιμοποίησης τουρσί κριθαριού για τεχνικές συντήρησης.
"In a pickle"
Η λέξη "barley" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική λέξη "bearwe", που αναφέρεται στο κριθάρι, και "pickle" έχει ρίζα στην παλαιά Γερμανική γλώσσα "pikal", που σημαίνει "τουρσί". Έτσι η έννοια του "barley pickle" συνθέτει την ιδέα του κριθαριού που υποβάλλεται σε διαδικασία τουρσί.
Συνώνυμα: - Cereal pickle - Grain pickle
Αντώνυμα: - Fresh grains - Non-pickled items
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "barley pickle", με έμφαση στη γαστρονομική του χρήση και τη γλωσσική του σημασία.