Επίθετο
/bəˈroʊ.ni.əl/
Η λέξη baronial αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τους βαρόνους ή την αριστοκρατία γενικότερα. Στη γλώσσα των Αγγλικών χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει στιλ, κτίρια ή τρόπους ζωής που συνδέονται με την αριστοκρατική τάξη. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, ιδιαίτερα σε ιστορικά, λογοτεχνικά ή πολιτικά κείμενα.
The baronial hall was filled with opulent decorations and grand chandeliers. Η βαρονική αίθουσα ήταν γεμάτη από πολυτελείς διακόσμησεις και μεγαλοπρεπή πολυέλαιους.
She inherited a baronial estate in the countryside. Κληρονόμησε μία βαρονική περιουσία στην εξοχή.
Η λέξη baronial δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που περιγράφουν διάφορες καταστάσεις ή συναισθήματα.
Baronial lifestyle
The baronial lifestyle often includes luxury and grandeur.
Ο βαρονικός τρόπος ζωής συχνά περιλαμβάνει πολυτέλεια και μεγαλόπρεπους τρόπους.
Baronial privilege
He enjoyed the baronial privilege that came with his title.
Απολάμβανε το βαρονικό προνόμιο που ερχόταν με τον τίτλο του.
Baronial residence
They lived in a baronial residence that dated back to the 17th century.
Ζούσαν σε μία βαρονική κατοικία που χρονολογείτο από τον 17ο αιώνα.
Η λέξη baronial προέρχεται από τη λατινική λέξη baro, που σημαίνει "βαρόνος", και το αγγλικό επιθετικό επίθημα -ial, που υποδηλώνει σχέσεις ή χαρακτηριστικά.
Συνώνυμα: - Aristocratic (αριστοκρατικός) - Noble (ευγενής)
Αντώνυμα: - Common (κοινός) - Plebeian (πλειβιανός)