Φράση (noun phrase).
/bærɪər zoʊn/
Η φράση "barrier zone" αναφέρεται σε μια περιοχή που λειτουργεί ως φράγμα ή περιοριστικός παράγοντας για τη διάδοση ή την κίνηση. Συχνά χρησιμοποιείται σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τις περιβαλλοντικές επιστήμες, την αρχιτεκτονική, τις στρατηγικές πολέμου ή την ασφάλεια. Η χρήση της στη γλώσσα είναι συνήθως περισσότερο γραπτή, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και σε προφορικές συζητήσεις στα σχετικά συμφραζόμενα.
Η ζώνη φράγματος μεταξύ των δύο χωρών παρακολουθείται στενά.
Creating a barrier zone in the forest can help prevent wildfires from spreading.
Η φράση "barrier zone" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις που σχετίζονται με το περιβάλλον και τους περιορισμούς. Ορισμένες εκφράσεις όπου μπορεί να συμβαδίζει είναι:
"Μια προστατευτική ζώνη φράγματος" είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της άγριας ζωής.
"Establishing a barrier zone" can mitigate the effects of urban sprawl.
"Η ίδρυση μιας ζώνης φράγματος" μπορεί να μετριάσει τις επιπτώσεις της αστικής διάχυσης.
"Barrier zones in urban planning" are critical to manage traffic flow.
"Οι ζώνες φράγματος στον αστικό σχεδιασμό" είναι κρίσιμες για τη διαχείριση της ροής της κυκλοφορίας.
"The importance of a buffer or barrier zone" cannot be understated in environmental studies.
Η λέξη “barrier” προέρχεται από το γαλλικό “barrière”, που σημαίνει “φράγμα” ή “περιορισμός”. Η λέξη “zone” προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό “ζώνη” (zona), που σημαίνει ένα περιθώριο ή μια καθορισμένη περιοχή.
Συνώνυμα: - Buffer zone (ζώνη προστασίας) - Restricted area (περιοχή περιορισμού)
Αντώνυμα: - Open area (ανοιχτή περιοχή) - Free zone (ελεύθερη ζώνη)