Η φράση "base stock control" λειτουργεί ως ουσιαστικό σύνθετο (compound noun).
/bās stäk kənˈtrōl/
Ο όρος "base stock control" αναφέρεται στη διαδικασία παρακολούθησης και διαχείρισης των βασικών αποθεμάτων που διατηρούνται από μια επιχείρηση ή οργανισμό. Αυτή η διαδικασία είναι κρίσιμη για την αποφυγή ελλείψεων ή υπερβάσεων αποθεμάτων, εξασφαλίζοντας ότι οι επιχειρήσεις έχουν πάντα διαθέσιμα τα απαραίτητα προϊόντα.
Συχνότητα Χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως αναφορές, συμβάσεις και ορολογίες επιχειρήσεων. Μπορεί να εμφανιστεί και σε παρουσιάσεις, αλλά σπανίως χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις.
"Ο διευθυντής υλοποίησε τον έλεγχο βασικών αποθεμάτων για να διασφαλίσει αποτελεσματική διαχείριση αποθεμάτων."
"Proper base stock control helps minimize holding costs."
"Η σωστή διαχείριση βασικών αποθεμάτων βοηθά στη μείωση του κόστους αποθήκευσης."
"We need to review our base stock control processes to enhance our supply chain efficiency."
Ο όρος "base stock" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες σχετικές προτάσεις που χρησιμοποιούν τη φράση σε επαγγελματικό πλαίσιο.
"Με αποτελεσματικό έλεγχο βασικών αποθεμάτων, μπορούμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο ελλείψεων."
"The key to successful operations lies in our base stock control techniques."
"Το κλειδί για επι成功ούς λειτουργίες είναι οι τεχνικές ελέγχου βασικών αποθεμάτων μας."
"Through consistent base stock control, we've managed to optimize our supply chain."
Συνώνυμα: - Inventory management - Stock management - Supply chain control
Αντώνυμα: - Inventory depletion - Stock shortage - Overstocking