Base course είναι ένα ουσιαστικό (noun).
/ˈbeɪs kɔrs/
Η λέξη base course αναφέρεται στη στρώση ή το υλικό κάτω από την επιφάνεια ενός δρόμου ή μιας υποδομής, που παρέχει στήριξη και σταθερότητα. Στις κατασκευές, είναι ο βασικός παράγοντας της οδοποιίας και χρησιμοποιείται ώστε να διασφαλίζεται η αντοχή και η διάρκεια των επιφανειακών στρώσεων (όπως ασφάλτου ή τσιμέντου). Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικούς και κατασκευαστικούς κλάδους.
Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο κοινή σε γραπτό περιβάλλον, όπως σε τεχνικές προδιαγραφές, άρθρα, και ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, παρά σε προφορικό λόγο.
Η βάση χαλικόστρωσης του δρόμου είναι κρίσιμη για τη μακροχρόνια αντοχή.
Engineers decided to increase the thickness of the base course to improve stability.
Η φράση "base course" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά κυριότερες περιπτώσεις περιλαμβάνουν:
Η παροχή μιας ισχυρής βάσης χαλικόστρωσης είναι απαραίτητη για οποιοδήποτε έργο πλακόστρωσης.
The quality of the base course determines the performance of the road.
Η ποιότητα της βάσης (χαλικόστρωσης) καθορίζει την απόδοση του δρόμου.
A well-constructed base course helps prevent common pavement failures.
Η λέξη "base" προέρχεται από τη λατινική λέξη "basis", που σημαίνει "βάση", και η λέξη "course" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "cours", που σημαίνει "διάταξη" ή "ροή". Μαζί δημιουργούν τη φράση που αναφέρεται στη "βάση" ανθεκτικών και σταθερών υποδομών.
Συνώνυμα: - Foundation layer - Subbase - Stabilizing layer
Αντώνυμα: - Surface layer - Finishing layer - Top coat