Επίρρημα
/bˈeɪsli/
Η λέξη "basely" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που γίνεται σε βασικό ή θεμελιώδη επίπεδο. Είναι σχετικά σπάνια χρησιμοποιούμενη, κυρίως σε γραπτό λόγο και πιο συχνά σε φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά κείμενα, όπου αναφέρεται σε έννοιες που δίνονται με μια πιο θεμελιώδη ή απλή έννοια.
Ήταν βασικά παρακινημένοι από τη Greed.
The arguments were basely flawed.
Η λέξη "basely" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που εκφράζουν την ιδέα της βασικής ή θεμελιώδους απλότητας.
Η λύση είναι βασικά απλή.
She approached the problem basely.
Ανέβηκε στο πρόβλημα βασικά.
His actions were basely justified.
Η λέξη "basely" προέρχεται από τη λέξη "base", που σημαίνει τη βάση ή το θεμέλιο, συν το επίθημα "-ly" που μετατρέπει το ουσιαστικό σε επίρρημα.
Συνώνυμα: - Fundamentally - Essentially
Αντώνυμα: - Superficially - Casually