basely - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

basely (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Φωνητική μεταγραφή

/bˈeɪsli/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "basely" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που γίνεται σε βασικό ή θεμελιώδη επίπεδο. Είναι σχετικά σπάνια χρησιμοποιούμενη, κυρίως σε γραπτό λόγο και πιο συχνά σε φιλοσοφικά ή λογοτεχνικά κείμενα, όπου αναφέρεται σε έννοιες που δίνονται με μια πιο θεμελιώδη ή απλή έννοια.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. They were basely motivated by greed.
  2. Ήταν βασικά παρακινημένοι από τη Greed.

  3. The arguments were basely flawed.

  4. Τα επιχειρήματα ήταν βασικά εσφαλμένα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "basely" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα που εκφράζουν την ιδέα της βασικής ή θεμελιώδους απλότητας.

  1. The solution is basely simple.
  2. Η λύση είναι βασικά απλή.

  3. She approached the problem basely.

  4. Ανέβηκε στο πρόβλημα βασικά.

  5. His actions were basely justified.

  6. Οι πράξεις του δικαιολογούνταν βασικά.

Ετυμολογία

Η λέξη "basely" προέρχεται από τη λέξη "base", που σημαίνει τη βάση ή το θεμέλιο, συν το επίθημα "-ly" που μετατρέπει το ουσιαστικό σε επίρρημα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Fundamentally - Essentially

Αντώνυμα: - Superficially - Casually



25-07-2024