Το "bashful glance" είναι μια φράση που περιλαμβάνει ένα επίθετο ("bashful") και ένα ουσιαστικό ("glance").
/bæʃfəl ɡlæns/
Η φράση "bashful glance" περιγράφει ένα βλέμμα που είναι ντροπαλό ή περιστασιακά αυτοσυνείδητο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που κοιτάζει κάπου με ένα αίσθημα ντροπής ή αναστολής.
Η χρήση της φράσης είναι αρκετά συχνή στην αγγλική γλώσσα και ταιριάζει περισσότερο σε γραπτό λόγο ή λογοτεχνικό πλαίσιο, όπου η περιγραφή των συναισθημάτων και των καταστάσεων είναι πιο ενδελεχής.
Έριξε ένα ντροπαλό βλέμμα σε αυτόν όταν της έκανε κομπλιμέντο για το φόρεμά της.
The bashful glance of the shy boy made everyone smile.
Το ντροπαλό βλέμμα του ντροπαλού αγοριού έκανε όλους να χαμογελάσουν.
After hearing the joke, she gave a bashful glance at her friends.
Η φράση "bashful glance" δεν είναι ευρέως υπαρχούσα σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες εκφράσεις για να περιγράψει συναισθηματικές καταστάσεις.
"Πιασμένος σε ένα ντροπαλό βλέμμα."
"A bashful glance could express more than words."
"Ένα ντροπαλό βλέμμα μπορεί να εκφράσει περισσότερα από λόγια."
"His bashful glance revealed his true feelings."
"Το ντροπαλό του βλέμμα αποκάλυψε τα αληθινά του συναισθήματα."
"She can't help but give a bashful glance whenever he walks by."
"Δεν μπορεί να μην ρίξει ένα ντροπαλό βλέμμα κάθε φορά που περνάει αυτός."
"A bashful glance over the shoulder can mean many things."