Η φράση "basic assets" είναι ένα ουσιαστικό.
/bˈeɪsɪk ˈæsɛts/
Η φράση "basic assets" αναφέρεται σε θεμελιώδη ή απαραίτητα περιουσιακά στοιχεία που είναι σημαντικά για την χρηματοοικονομική κατάσταση ενός ατόμου ή μιας επιχείρησης. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν μετρητά, αποθέματα, κτίρια και εξοπλισμό που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων και των οικονομικών, η χρήση της φράσης μπορεί να υποδηλώνει μια θεμελιώδη βάση από την οποία μπορεί να εξαχθεί αξία ή απόδοση.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε οικονομικά και χρηματοοικονομικά κείμενα, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις σχετικές με την οικονομία.
"Η εταιρεία χρειάζεται να αξιολογήσει τα βασικά της περιουσιακά στοιχεία πριν υποβάλει αίτηση για δάνειο."
"Investing in basic assets is crucial for the company's long-term stability."
"Η επένδυση σε βασικά περιουσιακά στοιχεία είναι κρίσιμη για τη μακροχρόνια σταθερότητα της εταιρείας."
"Basic assets like cash and inventory can provide a strong financial foundation."
Η φράση "basic assets" είναι λιγότερο συχνά ενσωματωμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται συχνά ως αναφορά στη θεμελιώδη αξία ή την απαραίτητη υποδομή.
"Πρέπει να έχεις τα βασικά σου περιουσιακά στοιχεία σε τάξη πριν μπορέσεις να αναπτύξεις την επιχείρησή σου."
"Understanding your basic assets can help in making better financial decisions."
"Η κατανόηση των βασικών σου περιουσιακών στοιχείων μπορεί να βοηθήσει στη λήψη καλύτερων χρηματοοικονομικών αποφάσεων."
"Start with your basic assets and expand from there."
Η λέξη "basic" προέρχεται από τη λατινική λέξη "basis", που σημαίνει "βάση". Η λέξη "assets" προέρχεται από το μέσο γαλλικό "actif", το οποίο περιγράφει κάτι που έχει αξία ή δυνατότητα απόδοσης.
Συνώνυμα: - Fundamental assets - Essential assets
Αντώνυμα: - Liabilities (υποχρεώσεις) - Non-essential assets (μη-απαραίτητα περιουσιακά στοιχεία)