Basic relation: ουσιαστικό (noun phrase)
/ˈbeɪsɪk rɪˈleɪʃən/
Η φράση "basic relation" αναφέρεται σε μια θεμελιώδη ή απλή σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων οντοτήτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η φράση χρησιμοποιείται σε contexts όπως η μαθηματική ανάλυση, η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία και οι φυσικές επιστήμες. Ο όρος έχει μέτρια συχνότητα χρήσης, ωστόσο είναι συνήθως πιο διαδεδομένος σε γραπτές αναφορές και τεχνικά έγγραφα παρά στην καθημερινή προφορική γλώσσα.
The basic relation between supply and demand determines market prices.
Η βασική σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης καθορίζει τις τιμές της αγοράς.
Understanding the basic relation of these variables is crucial for the experiment.
Η κατανόηση της βασικής σχέσης αυτών των μεταβλητών είναι ζωτικής σημασίας για το πείραμα.
A basic relation exists between nutrition and health.
Μια βασική σχέση υπάρχει μεταξύ διατροφής και υγείας.
Η φράση "basic relation" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανίζεται σε ορισμένα συγκείμενα που δίνουν έμφαση στη βασική φύση κάποιων αφηρημένων εννοιών. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που ενσωματώνουν τη φράση:
The basic relation indicates that without proper nutrients, growth is stunted.
Η βασική σχέση δείχνει ότι χωρίς σωστά θρεπτικά συστατικά, η ανάπτυξη περιορίζεται.
In mathematics, the basic relation among angles helps to calculate unknown values.
Στα μαθηματικά, η βασική σχέση μεταξύ γωνιών βοηθά στον υπολογισμό άγνωστων τιμών.
The basic relation in friendship should be based on trust and honesty.
Η βασική σχέση στη φιλία θα πρέπει να βασίζεται στην εμπιστοσύνη και την ειλικρίνεια.
Συνώνυμα: fundamental relationship, elementary connection, essential link.
Αντώνυμα: complex relationship, intricate connection, advanced association.