Το "basse" είναι ουσιαστικό.
/bæs/
Η λέξη "basse" προέρχεται από τη γαλλική και αναφέρεται σε μουσικά όργανα που παράγουν χαμηλές νότες, όπως το μπάσο. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη λαμβάνεται υπόψη στο μουσικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, ειδικά σε μουσικές αναφορές, ενώ είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο.
Η μπάντα πρόσθεσε ένα βαθύ μπάσο στο νέο τους τραγούδι.
He plays the basse in the orchestra.
Παίζει το μπάσο στην ορχήστρα.
The basse line in the music was very catchy.
Η λέξη "basse" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε μουσικά συμφραζόμενα.
Η εύρεση του σωστού μπάσου μπορεί να ενισχύσει ένα τραγούδι.
The bass sound gave depth to the music.
Ο ήχος του μπάσου έδωσε βάθος στη μουσική.
She is known for her powerful bass playing.
Η λέξη "basse" προέρχεται από το γαλλικό "bas" που σημαίνει "χαμηλός". Στη μουσική, η χρήση του όρου αναφέρεται σε φωνές ή ήχους που είναι χαμηλής τονικότητας.
Συνώνυμα: - Bass - Low
Αντώνυμα: - Treble - High