Το "batt" είναι ουσιαστικό.
/æt/
Η λέξη "batt" αναφέρεται σε μια μεταλλική ή ξύλινη ράβδο που χρησιμοποιείται συχνά σε σπορ ή σε παιχνίδια. Χρησιμοποιείται πιο σπάνια στον καθημερινό λόγο και μπορεί να θεωρηθεί κάπως εξειδικευμένος όρος. Η χρήση της είναι πιο σχετικά σπανία στον προφορικό λόγο και επικεντρώνεται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε αθλήματα όπως το μπέιζμπολ.
The player swung the batt and hit the ball.
Ο παίκτης σάρωσε το μπαστούνι και χτύπησε την μπάλα.
He bought a new batt for the baseball season.
Αγόρασε ένα νέο μπαστούνι για την περίοδο του μπέιζμπολ.
The batt was made of lightweight aluminum.
Το μπαστούνι ήταν φτιαγμένο από ελαφρύ αλουμίνιο.
Η λέξη "batt" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένα αθλήματα και δραστηριότητες που σχετίζονται με το μπέιζμπολ ή το κρίκετ.
It’s amazing that he keeps up the trend of batting a thousand.
Bat out of hell
He drives like a bat out of hell.
To bat one's eyes
Η λέξη "batt" μπορεί να προέρχεται από τη γερμανική λέξη "Batter" που σημαίνει "χτύπημα". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη ράβδο ή το μπαστούνι που χρησιμοποιείται σε αθλήματα.
Αυτές είναι οι πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "batt".