be at anchor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

be at anchor (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "be at anchor" είναι φράση ρήματος (verb phrase).

Φωνητική μεταγραφή

/biː æt ˈæŋkər/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η φράση "be at anchor" σημαίνει ότι ένα πλοίο είναι σταθερά αγκυροβολημένο στο νερό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ναυτικές και θαλάσσιες περιγραφές και υποδηλώνει την αδυναμία του πλοίου να κινηθεί λόγω της δέσμευσης με την άγκυρα. Η φράση χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτό κείμενο παρά σε προφορικό λόγο, ειδικά σε επαγγελματικά ή τεχνικά πλαίσια που σχετίζονται με τη ναυτιλία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The boat will be at anchor until the weather improves.
  2. Το σκάφος θα είναι αγκυροβολημένο μέχρι να βελτιωθεί ο καιρός.

  3. While we were at anchor, we enjoyed a beautiful sunset.

  4. Ενώ ήμασταν αγκυροβολημένοι, απολαύσαμε ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα.

  5. The captain checked the equipment to ensure the ship would be at anchor securely.

  6. Ο καπετάνιος έλεγξε τον εξοπλισμό για να βεβαιωθεί ότι το πλοίο θα είναι αγκυροβολημένο με ασφάλεια.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "be at anchor" δεν είναι εμφατική συνθηματική έκφραση, αλλά σχετίζεται με κλάδους που προωθούν την παράδοση του ναυτικού και τις ναυτικές συνήθειες. Ωστόσο, υπάρχουν παρόμοιες εκφράσεις:

  1. Finding safe harbor - We finally found safe harbor, and the ship was proud to be at anchor there.
  2. Τελικά βρήκαμε ασφαλή καταφύγιο και το πλοίο ήταν υπερήφανο που ήταν αγκυροβολημένο εκεί.

  3. Drop anchor - After a long day at sea, we decided to drop anchor and rest for the night.

  4. Μετά από μια μακρά μέρα στη θάλασσα, αποφασίσαμε να ρίξουμε άγκυρα και να ξεκουραστούμε για τη νύχτα.

  5. Anchor down - As the storm approached, we had to anchor down quickly to ensure our safety.

  6. Καθώς πλησίαζε η καταιγίδα, έπρεπε να ρίξουμε άγκυρα γρήγορα για να διασφαλίσουμε την ασφάλειά μας.

Ετυμολογία

Η φράση "be at anchor" προέρχεται από την αγγλική ναυτική γλώσσα, όπου "anchor" αναφέρεται στη συσκευή που σταθεροποιεί ένα πλοίο στο νερό. Η λέξη "anchor" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "anca", που σημαίνει "άγκυρα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - be moored - be docked

Αντώνυμα: - be in motion - set sail



25-07-2024