Η φράση "be beyond control" λειτουργεί ως ρήμα και συγκεκριμένα αποτελεί έναν συνδυασμό ρημάτων.
/bi bɪˈjɔnd kənˈtroʊl/
Η φράση "be beyond control" αναφέρεται σε καταστάσεις ή περιστάσεις που δεν μπορούν να ελεγχθούν ή να ελεγχθούν από κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει γεγονότα, συναισθήματα ή καταστάσεις που έχουν ξεφύγει από τα όρια των προσωπικών ή κοινωνικών προσπαθειών.
Η κατάσταση έχει γίνει τόσο χάος που είναι τώρα εκτός ελέγχου.
When emotions run high, sometimes they tend to be beyond control.
Όταν τα συναισθήματα είναι έντονα, μερικές φορές τείνουν να είναι πέρα από έλεγχο.
The wildfire has spread wildly and is now beyond control.
Η φράση "beyond control" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Όταν χάνεις τον έλεγχο μιας κατάστασης, μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο και να γίνει πέρα από έλεγχο.
Lose one's grip: He seemed to lose his grip on the project, and it finally became beyond control.
Φαινόταν ότι έχανε τον έλεγχο του έργου και τελικά έγινε πέρα από έλεγχο.
Spin out of control: The debate quickly spun out of control and was beyond control.
Η συζήτηση γρήγορα ξέφυγε από τον έλεγχο και ήταν πέρα από έλεγχο.
Run amok: After the announcement, the crowd began to run amok; it was truly beyond control.
Η φράση "beyond control" προήλθε από τον συνδυασμό της λέξης "beyond" (πέρα από) και "control" (έλεγχος), με την πρώτη να προέρχεται από την παλιά Αγγλική λέξη "bi yond" που σημαίνει "πέρα" και τη δεύτερη από την Λατινική "contrarotulus" που αναφέρεται στη διαδικασία του ελέγχου.